32° ΚΕΦΑΛΑΙΟ

67 6 0
                                    

Οι μέρες κυλούσαν σαν νερό για την Σταυρούλα και χωρίς να το καταλάβει είχε περάσει κιόλας ένας μήνας που είχε πάει στον Πειραιά. Πήγε σε μία ιδιωτική σχολή Αγγλικής Φιλολογίας και εκεί έκανε καινούργιες παρέες με τις οποίες έβγαιναν βόλτες, πήγαιναν εκδρομές σε πολλά ωραία τοπία,αλλά το μυαλό της Σταυρούλας δεν ξεκολούσε απο τον Δημήτρη.
Κάθε βράδυ τον σκεφτόταν πριν πάει για ύπνο. Οι αναμνήσεις μαζί του, ξυπνούσαν με το φως του φεγγαριού. Οι νύχτες που περνούσαν μαζί κάτω απο το βλέμμα των αστεριών. Αυτές οι νύχτες που ήταν γεμάτες έρωτα,πόθο και χαρά. Τότε ήταν πραγματικά ευτυχισμένη. Άν δεν είχαν πάει αυτή την εκδρομή στο Ναύπλιο. Άν δεν είχε αφήσει τον Δημήτρη να πάει εκεί που ήθελε,τώρα θα ήταν παντρεμένοι και θα περίμεναν να γεννηθεί το παιδί τους.

Τις σκέψεις της Σταυρούλας, διέκοψε το κουδούνι που άρχισε να χτυπάει επίμονα και εκείνη σηκώθηκε να ανοίξει. Ο Άγγελος στεκόταν μπροστά της.

-Άγγελε; Εσύ εδώ;Πώς με βρήκες;τον ρώτησε.
-Δεν θα μου πεις να περάσω;ρώτησε ο Άγγελος.
-Ναί,βέβαια πέρνα μέσα. Είμαι μόνη στο σπίτι,μην ντρέπεσαι. Ο θείος μου είναι στην δουλειά, τα ξαδέλφια μου στο μάθημα και η θεία μου σε μια φίλη της. Θα αργήσουν,οπότε μπορούμε να μιλάμε άνετα.

Ο Άγγελος μπήκε στο σπίτι, κάθισε σε μια πολυθρόνα και άρχισε να κοιτάζει γύρω του τον χώρο.
Το διαμέρισμα ήταν αρκετά μεγάλο. Το σαλόνι είχε δύο πολυθρόνες και ένα καναπέ αντικριστά,ενώ στη μέση τους υπήρχε ένα τραπεζάκι που το διακοσμούσε ένα πλεκτό πετσετάκι και ένα βάζο με λουλούδια. Αριστερά του,ήταν μια βιβλιοθήκη με πολλά βιβλία και απο πίσω υπήρχε η κουζίνα με την τραπεζαρία. Δεξιά του, είδε έναν διάδρομο με πολλές πόρτες.

- Για πες μου τώρα πώς με βρήκες;ρώτησε η Σταυρούλα .
-Όποιος ενδιαφέρεται μαθαίνει. Έχω έρθει για δουλειά στην Αθήνα. Ήρθα πριν δύο μέρες. Έπιασα μία καλή δουλειά σε ένα μαγαζί στην Γλυφάδα.
-Ωραία. Χαίρομαι για σένα. Χαίρομαι που προχώρησες στην ζωή σου,μετά τον θάνατο του Δημήτρη,είπε η Σταυρούλα και χαμήλωσε το βλέμμα σκεπτική.
-Πώς είναι η πόλη μας;Τα παιδιά;
-Μια χαρά η πόλη. Τίποτα δεν άλλαξε. Όλα είναι όπως τα ήξερες.Τα παιδιά σου στέλνουν χαιρετίσματα. Μιλήσαμε στο τηλέφωνο το πρωί.
-Μου λείψανε πάρα πολύ όλοι τους. Η παρέα τους,οι πλάκες τους...
-Σταυρούλα, γύρισα απο το μάθημα. Έχω πολλά νέα να σου πω,είπε η Φανή που μπήκε μέσα στο σπίτι χαρούμενη.
-Έχεις παρέα;Δεν το ήξερα,είπε η Φανή, αφού είδε τον Άγγελο να κάθεται δίπλα στην Σταυρούλα.
-Έλα Φανή μου. Κάτσε μαζί μας. Άγγελε, η ξαδέλφη μου η Φανή. Φανή,ο Άγγελος είναι ένας απο τους φίλους μου απο το χωριό. Τον είχες γνωρίσει όταν μένατε στο σπίτι μας. Ήρθε να με δει.
-Χαίρομαι πολύ που σε ξαναβλέπω Άγγελε,είπε και έδωσαν τα χέρια.
-Κι εγώ χαίρομαι,δεσποινίς μου,είπε ο Άγγελος και χαμογέλασε.
-Εγώ παω να διαβάσω,Σταυρούλα. Αν χρειαστείς κάτι πες μου.
-Μην ανησυχείς. Θα είμαι μία χαρά.

Το ΑπωθημενοWhere stories live. Discover now