Κεφαλαιο XXIII • ΖΩΗ

3K 300 18
                                    

Ετσι πως περπαταγα νιώθω ένα χέρι να με τραβάει και να με βάζει σε μια ταξη.
Αδεια ταξη.

Στην αρχή τρόμαξα.Μετα όμως ειδα ότι ήταν ο Αλέξης.

Ούτε η Βαλια ούτε ο Θοδωρής.
Μόνο ο Αλέξης.

«Σε τρόμαξα;Συγνωμη....»λεει
«Τι θες Αλέξη;»λέω και ξανακοιταω γύρω να δω αν μας βλέπει κανείς.
«Θέλω να μιλήσουμε.Σοβαρα.»λέει
«Όχι...δεν έχουμε να πούμε κάτι...σε παρακαλώ μην μου μιλάς...»λέω και πάω να φυγω αλλά πιάνει το χέρι μου.

Να το πάλι αυτό το μούδιασμα...

Το χαϊδεύει απαλά και το βγάζω γρήγορα.

Γιατί τα κάνει αυτά;

«Θέλω να μιλήσουμε..»ξαναλεει.
«Να πούμε τι;»λέω
«Χθες μου είπε κάτι ο Παρις και θέλω να μου πεις την αλήθεια.Μπορεις να το κανείς αυτό;»λέει
«Τι σου είπε;»λέω
«Μου είπε οτι ο ξάδερφος μου και η παρέα του σου κάνουν κάποια πραγματα εδώ...είναι αλήθεια...;»

Χτυπάει το κουδούνι.
«Πρέπει να φυγω»λέω και τρεχω γρήγορα στην επόμενη ταξη.

Το έμαθε...
Αν το μάθει η Βαλια ότι το έμαθε...
Παναγία μου.Οχι πάλι τα ίδια.

Στο διάλειμμα παιρνω ένα βιβλίο που το δανείστηκα από την βιβλιοθήκη και πάω στην πισίνα.

Βγάζω τα παπούτσια μου και βάζω τα πόδια μου μέσα στην πισίνα και παιρνω το βιβλίο μου και αρχίζω να διαβάζω.

" Ίσως γι' αυτό και η βαθύτερη δικιά μου αδιαφορία και ψυχρότητα. Αλλά τι απίστευτο δώρο όταν κάποιος ή κάτι μ' αγγίξει. Τι λάθος η άποψη πως η ευαισθησία είναι να πάλλεσαι με το καθετί! Αντίθετα. Ο ειαίσθητος άνθρωπος είναι ψυχρός και αδιάφορος φαινομενικά. Απλώς είναι τρομακτικά εκλεκτικός. Οργανωμένο παραλήρημα. Για τους άλλους είναι τέρας. Είναι αλλού, γι' αυτό. "

Τι ωραίο απόσπασμα...

«Τι διαβαζεις;»ακούω μια φωνη και δεν χρειάζεται να τον κοιτάξω για να δω ποιος είναι.

Δεν απαντάω.Ισως φύγει.
Βγάζει τα παπούτσια του και κάθεται και αυτός διπλα μου και με τα πόδια μέσα.

«Η ζωή είναι αγρίως απίθανη»λέει διαβάζοντας τον τίτλο.Συνεχίζω να διαβάζω.

«Ζωή...;»λέει σιγά
«Πηγαινε στην παρέα σου Αλέξη...»λέω
«Κοιτά με»λέει αλλά δεν το κάνω.

«Κοιτά με...»ξαναλεει.Κλεινω το βιβλίο και τον κοιταω.

Βάζει το χέρι του στο μάγουλο μου και το χάιδευε.

«Ποσο μου έλειψαν αυτά τα ματάκια...»λέει.

Και θα έβγαζα το χέρι του και θα έφευγα από εκει.Αλλα δεν το εκανα.Νομιζω χάθηκα για λίγο στα μάτια του.Ναι.

Είναι ένα καφέ χρωμα όπως όλα τα αλλά.Δεν έχουν κάτι το ιδιαίτερο.Δεν είναι το χρωμα τους που με έκανε να χαθώ.Ειναι ο τρόπος που με κοίταζε.Με θαυμασμό.

Κανείς δεν με έχει κοιτάξει έτσι.

«Αλέξη...»
«Ζωή...»λέει και γελάει.

«Έπρεπε να μου το πεις Ζωή.Οτι σου έκαναν όλα αυτά.»
«Και να έκανες τι Αλέξη;Ο Θοδωρής είναι ξάδερφος σου»
«Όχι από επιλογή»λέει.
«Σοβαρολογώ»λέω
«Και εγώ.Επρεπε να μου το πεις.Αν το ήξερα....»
«Αν το ήξερες τι Αλέξη;Τι θα έκανες;»
«Θα δεις τι θα κάνω!»λέει.

Όχι.

«Δεν καταλαβαίνεις Αλέξη.Δεν θέλω βοήθεια.Ειμαι μια χαρά.Μενω μακριά τους και είμαι μια χαρά»
«Δεν θα έπρεπε όμως!Αυτο το σχολειο είναι δικό τους όσο και δικό σου»
«Σε παρακαλώ Αλέξη...»
«Εγώ σε παρακαλώ.Αυτο θα σταματήσει!»λέει.
«Όχι.Δεν θέλω να κανείς τίποτα.Υποσχεσου;»του λέω

«Υποσχεσου!»ξαναλέω.
«Όχι...»
«Υποσχεσου!»ξαναλέω και γελάει.

«Γιατί γελας;»λέω
«Πρώτη φορά σε βλέπω έτσι αποφασισμενη»λέει.

Kοιταω από την άλλη μεριά.

Γελάω και μου φενεται περίεργο.

Γιατί η δυστυχία είναι πιο συνιθισμενη από την ευτυχία...

"Όταν Με Κοιτάς"Onde histórias criam vida. Descubra agora