Κεφαλαιο ΧΧΧΙΙΙ • ΖΩΗ

2.9K 291 27
                                    

«Πάω να σας φέρω.Θα γλείφετε τα δαχτυλα σας.Τετοιο μουσακά δεν έχετε φάει»λέει η Ροζιτα και πάει να μας βάλει.

Αφού αφήσαμε τα παιδιά ο Αλέξης επέμενε να έρθουμε σπιτι του να φαμε.Ειπε ότι η Ροζιτα έφτιαξε πολύ φαγητο και να μην Πηγαινε χαμένο.

«Αλέξη;»
«Ναι»λέει.
«Μήπως να φυγω;Μην έρθουν οι γονείς σου και με δουν εδώ...»λέω.
«Δεν θα έρθουν.Αλλα και να έρθουν σιγά.Δεν μπορώ να φέρω μια φίλη για φαγητο;»λέει.

Έτσι πως το θέτει.

«Θα το έκανες για τον οποιοδήποτε δηλαδή.Ενταξει τότε»λέω.
«Έλα μαζί μου...»λέει και σηκώνεται.Τον ακολουθώ που πάει στον διαδρομο και μετά κατεβαίνει κάτι σκάλες.

Πως δεν χάνεται εδώ μέσα;

Ανοίγει μια τεράστια πόρτα και αυτό που αντικρίζω δεν το περιμενα.

Ουαου.

Που βρίσκομαι στο παράδεισο;

«Σοκαρισμένη φενεσαι»λέει
«Επειδή είμαι!Τι είναι αυτό;»
«Αυτό είναι η βιβλιοθήκη μας»
«Και όλα αυτά εσείς τα αγοράσατε;Είναι άπειρα.Τα έχετε διαβάσει όλα αυτά;»
«Όχι.Οχι όλα»
«Κακώς.Παναγια μου ποσά πολλά...»λέω.

Κάτι χιλιάδες πρέπει να έχει εδώ.

«Μπορείς να παρεις οποία θες»
«Τι;»
«Ναι.Δεν μπαινει και κανείς εδώ.Παρε ότι θες»λέει.

Σοβαρολογεί;
Έχουν όλα αυτά και δεν τα διαβάζουμε;

«Έρχομαι σε λίγο.Ριξτους μια μάτια»λέει και φεύγει.

Τόσα πολλά...
Παιρνω το πρώτο βιβλίο που πιάνω και καθομαι σε ένα μεγάλο γωνιακό καναπέ που έχει.

Ξαπλώνω και ξεκιναω να διαβάζω.

«Έρωτας σαν βροχή.Όχι σαν καταιγίδα.σαν βροχή.Να φεύγει και να έρχεται.Να δυναμώνει και να χαμηλώνει.Να δροσίζει και να πνίγει.Ν'απορροφάται από τη γη,να χάνεται.

Πως έζησα έτσι;Γιατί δέχτηκα κάτι μισό για μένα;Γιατί προσπάθησα να κρατήσω στις χούφτες μου κάτι,που ήξερα οτι θα μου δώσει μόνο μια ψευδαίσθηση δροσιάς και μετά θα μ'αφήσει πιο διψασμένη από πριν,με τα χείλη ξερά και την καρδιά στεγνή;

Πως μπόρεσα να δεχτώ να συμπληρώνω τη βροχή με τα δάκρυα μου,για κάτι που γνώριζα οτι ήταν μάταιο;

Είδα χιλιάδες ηλιοβασιλέματα μόνη μου,ο ήλιος βουτούσε στο τίποτα κι εγώ πνιγόμουν στη μοναξιά.Άκουσα εκατοντάδες κεραυνούς και με φόβισαν λιγότερο από τη σιωπή της άδειας ζωής μου.»

Πνιγομουν στην μοναξιά..
Της Άδειας ζωής μου...

Τι ειρωνία.
Έτσι νιώθω.Η έτσι ένιωθα.Μονη.

Μέχρι που ήρθε ο Αλέξης...

«Τι διαβαζεις;»ακούω μια φωνη και τρόμαξα.Κατεβαζω το βιβλίο και βλέπω ένα ανάποδο κεφάλι.Ο Αλέξης.

«Το πρώτο βιβλίο που βρήκα...»
«Ωραίο;»
«Μμμμ»λέω.

Φεύγει από πάνω και ξαπλώνει διπλα μου στον καναπέ.

«Για ποιο πράγμα λέει;»
«Για την μοναξιά»λέω και παιρνει το βιβλίο στα χέρια του και ξεκινάει να διαβάζει.

«Έγραψα το <<σ'αγαπώ>>σε χιλιάδες χαρτιά και τα έσκισα αμέσως μετά,σκορπίζοντας γύρω μου τα κομμάτια τους,όπως σκορπισμένη ήταν η ζωή μου.

Πόνεσα τόσο που μάτωσα και την ίδια στιγμή ήμουν εγώ πηγή πόνου για κάποιον που εν γνώσει μου υπέφερε όσο κι εγώ.

Αγνόησα την αγάπη,γιατί δεν ήταν με τους δικούς μου όρους...»λέει και γυρνάει να με κοιτάξει.

«Σου έχω πει ότι εχεις Ωραια μάτια;»λέει και κουνάω το κεφάλι μου.

Γιατί με κοιτάει έτσι;

Γυρνάω το κεφάλι μου άλλου και με το χέρι του πιάνει το πιγούνι μου και το φέρνει απέναντι του.

«Νιώθεις μοναξιά;»λέει.Μαλλον εννοει όπως το βιβλίο.
«Όχι πλέον»λέω
«Πλέον;Γιατί όχι πλέον;»λέει.
«Εξαιτίας σου..»λέω και τον βλέπω που πλησιαζει.Που κοιτάει τα χείλη μου.Που χαϊδεύει το πιγούνι μου.

Νιώθω την ανάσα του στο πρωσωπο μου.

Κλεινει τα μάτια του.
Γιατί κλεινει τα μάτια του;

Τον σπρωχνω και σηκώνομαι γρήγορα.

«Πάμε να φαμε;Θα περιμένει η Ροζιτα....»λέω και σηκώνεται.
«Ναι ναι...πάμε...»λέει.

&quot;Όταν Με Κοιτάς&quot;Onde histórias criam vida. Descubra agora