Κεφαλαιο LXXVII • ΑΛΕΞΗΣ ****

2.8K 256 7
                                    

Βγαίνω από το δωμάτιο και δεν βλέπω κανέναν.

Προχωράω στο διαδρομο.

Ακούω κλάμματα.Κλεινω τα αυτιά μου και τρεχω έξω.

Πρώτη φορά που βγαίνω έξω.

Βλέπω την παιδική χαρά στην πίσω αυλή και παω να κάτσω στην κουνια.

Την κούνια που έφτιαξα για την Ζωή.

Το ήξερε.
Το ήξερε ότι θα γινόταν αυτό.Και αυτό είναι που με νευριάζει πιο πολύ.Γιατι δεν το κατάλαβα.Οχι εγκαίρως.

Πως δεν το κατάλαβα;!
Πως;!

«Είμαι πολύ περήφανη για σένα.Για τον άντρα και σύζυγο και πατέρα που θα γινεις.Εχεις καταφέρει πολλά στην ζωή σου,στην δουλειά σου.Καθε μέρα με κανείς  περήφανη.»

Έτσι μου είχε πει.Σε ακριβώς αυτό το μέρος.

Μερικές φορές είναι λες και ακούω το γέλιο της.Λες και είναι διπλα μου.Λες και θα ξυπνησω από έναν εφιάλτη και θα την δω διπλα μου,στην αγκαλιά μου.Να με κοιτάει με αυτά τα μάτια της.Και θα χτυπήσει η πόρτα να μας φέρει η Ροζιτα κεικ σοκολατας.Και θα το φαμε στο κρεβάτι.

Τον βλέπω να πλησιαζει και να κάθεται διπλα μου.

«Τι θες εδώ;»λέω.
«Ήρθα για τον φίλο μου...»λέει.
«Δεν χρειαζόταν»λέω.

«Ο Φίλιππος έχει πυρετο και δεν....»
«Καταλαβαίνω.Μην το συζητάς»λέω.

Και να ερχόταν η γυναίκα του εδώ τι θα έκανε;

«Πως είναι ο μικρός;»λέω.
«Μεγαλώνει.Ο δικός σου;Πως είναι;»λέει.

Δεν ξέρω.
Δεν μπορώ να τον δω.
Δεν νομίζω θα το αντέξω.

«Δεν....»
«Ξέρω.Κακως πάντως»λέει.
«Βασίλη.Δεν καταλαβαίνεις...»
«Προσπαθώ.Αλλα πάλι.Δεν σου δινω δίκαιο»λέει.
«Μην ξεκινάς.Μην με λυπάσαι.Οχι και εσυ»λέω και βάζω τα χέρια μου στο κεφάλι.

«Δεν σε λυπάμαι Αλέξη.Δεν εκανα τόσο δρόμο επειδή σε λυπάμαι»λέει.
«Τότε;Γιατί ήρθες;»λέω.
«Το ξέρω ότι περνας δύσκολα.Ειναι λογικο.Εχασες την γυναίκα σου.Αλλα πήρες τον χρόνο σου.Σε αφήσαμε όλοι στην θλίψη σου.Να την κλάψεις.Τωρα όμως πέρασε ένας μήνας.Τελος η θλίψη!Δεν εχεις το δικαίωμα να να είσαι έτσι για περισσότερο καιρό!»
«Κοφτω Βασίλη!»λέω και σηκώνομαι.
«Όχι όσο εχεις παιδί.Οχι όταν εχεις έναν γιο στο διπλανό δωμάτιο.Ενα παιδί χωρίς μητέρα.Ενα παιδί που θα πρέπει να μεγαλώσεις μόνος σου πλέον.Που θα πρέπει να γινεις και μάνα και πατέρας!»λέει.
«Κοφτω είπα!»λέω.
«Όχι!»
«Φυγε από το σπιτι μου!»του λέω.
«Σε βλέπει η Ζωή.Νομιζεις της αρεσει αυτό που είσαι τώρα;Νομίζεις συμφωνεί με αυτήν την στάση σου;»με ρωτάει.

Δεν θέλω να ακούω.
Όχι.

«Άκου με.Το μέλλον σου πλέον άλλαξε.Το μέλλον σου θα είναι αυτό το μωρό.Να το προσεχεις...»

Τα λόγια της...
Σαν σφαιρες στην καρδιά μου...

«Το ξέρω.Το ξέρω...»λέει ο Βασίλης και βάζει το κεφάλι μου στον ώμο του.

Η μπλούζα του γέμισε με τα δάκρυα μου.

Να το πάλι.
Νιώθω πάλι αυτό το κενό.
Πάλι αυτό το 'τιποτά'.

"Όταν Με Κοιτάς"Donde viven las historias. Descúbrelo ahora