Πόνος

591 42 1
                                    

Όλο το βράδυ κρυβόταν μέσα στην αγκαλιά μου, όπως ένα μικρό και απροστάτευτο αγοράκι. Όλο το βράδυ με είχαν φάει οι σκέψεις. Το μυαλό μου τριγυρνούσε στις αποκαλύψεις του Άγγελου και στα λόγια της μητέρας του. Όμως το τελικό συμπέρασμα είναι ένα, πρέπει να κάνω κάτι για να τα ξανά βρει με την μάνα του. Αυτό θα μας βοηθήσει όλους. Και περισσότερο αυτόν!

Το ξημέρωμα έχει φτάσει. Έχω ετοιμάσει καφέ, έχω ανάψει το τζάκι, και τώρα κάθομαι στον καναπέ. Έχω αγωνία για το πως θα αντιδράσει σήμερα ο Άγγελος, τώρα που του έχει φύγει ο θυμός. Πάντως μου κάνει εντύπωση που μπόρεσε να κοιμηθεί τόσο ήρεμος απόψε. Περίμενα ότι θα καθόταν όλο το βράδυ στο τζάκι. Μάλλον αλλάξανε οι ρόλοι μας. Ξαφνικά νιώθω δύο δυνατά χέρια να τυλίγονται γύρω μου, αγκαλιάζοντας με σφιχτά. Τόσο σφιχτά που μου κόβεται η ανάσα
«καλημέρα ψυχή μου»
Ψιθυρίζει κοντά στο αυτί μου και μετά με φιλάει στο μάγουλο
«καλημέρα»
Αποκρίνομαι σχεδόν ψιθυριστά. Αμέσως με αφήνει για να καθίσει δίπλα μου
«σου συμβαίνει κάτι μάτια μου;»
Ρωτάει ενώ παίρνει τα χέρια μου στα δικά του και αρχίζει να τα φιλάει. Νομίζω ότι προσπαθεί να μου αποσπάσει την προσοχή. Ίσως έχει καταλάβει ότι τα χθεσινά δεν έχουν φύγει ακόμη από το μυαλό μου
«θέλεις καφέ;»
Αντιγυρίζω, αγνοώντας την δική του ερώτηση. Κατσουφιάζει
«Δέσποινα, μην με αγνοείς»
Λέει μαλακά, σαν να με παρακαλάει. Παίρνω μια βαθιά ανάσα θάρρους
«θέλω να συζητήσουμε κάτι, αν μου επιτρέπεις φυσικά να πατήσω σε αυτό το κομμάτι»
Λέω και κάνει ένα νεύμα με το κεφάλι του για να συνεχίσω. Αυτό μου δίνει θάρρος
«ξέρω ότι... το ζήτημα με την μάνα σου σε πονάει»
«όχι Δέσποινα, απλά την μισώ αυτή την γυναίκα»
Πετάει ξαφνικά, με τον θυμό να ξεχειλίζει από τον τόνο της φωνής του. Αχ Άγγελε!
«προσπαθείς να την μισήσεις»
Τον διορθώνω και σαστίζει για μερικά λεπτά
«δεν μπορείς να καταλάβεις»
Λέει όμως η αμφιβολία είναι φανερή στον τόνο της φωνής του. Έχω δίκιο. Δεν την μισεί, προσπαθεί να την μισήσει, επειδή νομίζει πως αυτό είναι το σωστό. Ίσως έτσι... νομίζει ότι θα λυτρώσει τον εαυτό του, η τον νεκρό πατέρα του. Δεν μπορώ να καταλάβω το σκεπτικό του, αλλά... ίσως μπορώ να φανταστώ πάνω κάτω πως τα έχει στο μυαλό του. Ίσως υπάρχει ακόμη ελπίδα για αυτούς τους δύο!
«γιατί δεν κάνεις μια προσπάθεια να τα βρεις μαζί της;»
Αυτόματα τα μάτια του γουρλώνουν από το σοκ
«αυτό αποκλείεται!»
Δηλώνει με κατηγορηματικό τόνο
«σκέψου το λίγο»
«αποκλείεται σου λέω! Αυτή η γυναίκα δεν υπάρχει πλέον για εμένα. Έχει πεθάνει!»
Η τελευταία του πρόταση με σαστίζει. Πως μπορεί να το λέει αυτό; Για την μάνα του μιλάει, πως γίνεται να νιώθει τόσο θυμό για την γυναίκα που τον γέννησε;
«γαμώτο»
Γρυλίζει και μετά σηκώνεται απότομα από την θέση του
«που πας;»
«μια βόλτα»
Απαντάει αμέσως ενώ βαδίζει προς την είσοδο του σπιτιού. Τι στο καλό κάνει; Η πόρτα κλείνει με έναν δυνατό κρότο, που με κάνει να τιναχτώ από την θέση μου. Την αγαπάει τόσο πολύ που προσπαθεί να την μισήσει. Η συνειδητοποίηση είναι τρομακτική. Πρέπει να βρω την μάνα του, πρέπει να της μιλήσω. Ξαφνικά ακούγεται το κουδούνι της πόρτας. Για μια στιγμή σκέφτομαι πως είναι αυτός, πως μετάνιωσε και θέλει να γυρίσει πίσω, αλλά έχω αρχίσει να τον μαθαίνω. Δεν πρόκειται να γυρίσει πίσω αν δεν ξεθυμάνει πρώτα. Πηγαίνω προς την είσοδο και ανοίγω την πόρτα. Τα μάτια μου γουρλώνουν από την έκπληξη καθώς την βλέπω να στέκεται μπροστά μου
«είδα τον Άγγελο που έφυγε και... σκέφτηκα πως ήρθε η στιγμή να μιλήσουμε»
«μα πως το κατάλαβες;»
Σχεδόν ψελλίζω. Ειλικρινά έχω σοκαριστεί! Ρουθουνίζει ενώ παράλληλα με προσπερνάει για να μπει μέσα στο σπίτι
«σε είδα πως με κοιτούσες εχθές. Κατάλαβα από το ύφος σου πως είσαι έτοιμη να μου μιλήσεις»
Αυτό είναι μια διευκόλυνση για εμένα. Κλείνω την πόρτα και την ακολουθώ ως το σαλόνι. Το μυαλό μου δουλεύει πυρετωδώς καθώς προσπαθώ να σκεφτώ κάτι για να ξεκινήσω. Τρίβω νευρικά τα χέρια μου ενώ το βλέμμα μου είναι καρφωμένο στο πάτωμα
«τσακώθηκες μαζί του, έτσι;»
Με ρωτάει και γνέφω καταφατικά
«του μίλησες για εμένα;»
Συνεχίζει και ξεφυσάω, φανερά ηττημένη
«προσπάθησα, αλλά...»
Αφήνω μετέωρη την πρόταση μου καθώς δεν βρίσκω τίποτα άλλο να πω
«με μισεί»
Η δήλωση της είναι κάτι σαν αφύπνιση για το μυαλό μου. Ρουθουνίζω ειρωνικά
«η δεν τον ξέρεις καθόλου, η δεν μπορείς να τον καταλάβεις»
«γιατί το λες αυτό;»
Ρωτάει με προβληματισμένο ύφος
«ο γιος σου σ'αγαπάει τόσο πολύ που πονάει. Για αυτό αντιδράει έτσι. Προσπαθεί να σε μισήσει αλλά δεν μπορεί, είναι αδύναμος να σε αντιμετωπίσει, και αυτό είναι που τον κάνει έξαλλο»
Είναι σαν να λύνεις μια άσκηση μαθηματικών. Όμως αυτό το πρόβλημα... έχει περισσότερο μπέρδεμα από ότι τα μαθηματικά. Εδώ έχουμε να κάνουμε με συναισθήματα
«και τι μου προτείνεις να κάνω;»
Με σαστίζει η πρόταση της
«είσαι μεγάλη γυναίκα, Ρωξάνη. Έχεις περισσότερες εμπειρίες από εμένα και-»
«Δέσποινα...»
Αυτόματα σταματάω να μιλάω και υψώνω ξανά το βλέμμα μου στο πρόσωπο της
«ένας απελπισμένος άνθρωπος στέκεται απέναντι σου και σου ζητάει βοήθεια. Μπορείς να μου την δώσεις;»
Μένω μαρμαρωμένη για μερικά λεπτά καθώς προσπαθώ να την καταλάβω, να καταλάβω αν πρέπει να το κάνω αυτό. Κάτι μέσα μου μου λέει να μην ανακατευτώ, να την αφήσω να προσπαθήσει μόνη της. Αλλά από την άλλη δεν μπορώ να μην την βοηθήσω. Είναι η μάνα του και ξέρω ότι την χρειάζεται ακόμη στην ζωή του. Είσαι τρελή, Δέσποινα; αυτή σου η προσπάθεια θα βάλει σε κίνδυνο την σχέση σου με τον Άγγελο. Δεν μπορείς μετά από τόσο κόπο να τον αφήσεις έτσι απλά επειδή η μάνα του ξαφνικά θυμήθηκε να γυρίσει στην ζωή του. Το υποσυνείδητο μου είναι πολύ κακό, και ίσως... όχι, πρέπει να την βοηθήσω, επειδή θέλω ο Άγγελος να είναι ευτυχισμένος. Του αξίζει να είναι!

Τα χρώματα του έρωταWhere stories live. Discover now