Απειλή

621 43 0
                                    

Τα μάτια μου ανοίγουν αργά για να αντικρίσουν ένα άδειο δωμάτιο. Αμέσως νιώθω τον φόβο να με κατακλύζει
«Άγγελε;»
Ρωτάω αλλά δεν ακούω καμιά φωνή. Λες να έφυγε; Πετάγομαι από το κρεβάτι για να ψάξω το σπίτι. Αλλά μόλις βγαίνω έξω από την πόρτα συγκρούομαι με το στήθος του. Ευτυχώς θεέ μου!
«Άγγελε»
Λέω ενώ χώνομαι στην αγκαλιά του. Όλο το άγχος και η αγωνία αρχίζουν να εγκαταλείπουν σιγά σιγά το σώμα μου. Η παρουσία του και μόνο γαληνεύει την ψυχή μου
«κρυώνεις;»
Με ρωτάει
«όχι»
Το αντίθετο θα έλεγα
«το σώμα σου τρέμει»
Μουρμουρίζει κοντά στο αυτί μου ενώ παράλληλα τυλίγει τα χέρια του γύρω μου. Αυτή είναι η πιο όμορφη αγκαλιά που μου έχουν κάνει ποτέ! Τα δάχτυλα του παίζουν με τα μαλλιά μου, με αποτέλεσμα να ηρεμήσω ακόμη περισσότερο. Εάν συνεχίσει έτσι σε λίγο θα κοιμηθώ στην αγκαλιά του
«είσαι καλύτερα τώρα;»
Με ρωτάει με την έγνοια φανερή στον τόνο της φωνής του
«μμμ»
Απαντάω με ένα μουρμούρισμα που τον κάνει να γελάσει ελαφρά. Με πιάνει μαλακά από τους ώμους για να με απομακρύνει λίγο από την αγκαλιά του, ίσα ίσα για να μπορέσει να κοιτάξει το πρόσωπο μου
«το ξέρεις ότι πρέπει να μιλήσουμε, έτσι;»
Με ρωτάει και απλά γνέφω καταφατικά ως απάντηση
«έλα, πάμε να καθίσουμε μέσα»
Προσθέτει καθώς παίρνει τα χέρια του από το σώμα μου για να προχωρήσει πρώτος. Ει! μην με αφήνεις! Ξεφυσάω διακριτικά και τον ακολουθώ ως το σαλόνι. Καθόμαστε ο ένας δίπλα από τον άλλον στον καναπέ, ενώ τα βλέμματα μας δεν χωρίζονται ούτε για ένα λεπτό
«θέλεις καφέ;»
Με ρωτάει και γνέφω αρνητικά
«ωραία»
Λέει ενώ ένας μικρός αναστεναγμός ξεφεύγει από μέσα του. Τον παρατηρώ να ξύνει σκεπτικός το σβέρκο του, ενώ το βλέμμα του είναι καρφωμένο κάτω. Υποθέτω πως... ίσως πρέπει να του δώσω μια μικρή ώθηση για να συνεχίσει
«δεν ήθελα να σε πληγώσω Άγγελε. Το μόνο που θέλω είναι να είσαι καλά, να είσαι ευτυχισμένος!»
«και τι σε κάνει να πιστεύεις ότι δεν είμαι;»
Πετάει με ανέκφραστο ύφος που με κάνει να κοκαλώσω για μερικά λεπτά
«πολλά»
Απαντάω τελικά μετά από αρκετή ώρα παύσης. Ρουθουνίζει ειρωνικά
«και πιστεύεις ότι με το να τα βρω μαζί της θα είμαι καλά; θα γίνω ξαφνικά ευτυχισμένος;»
«ναι! Γιατί σου φαίνεται τόσο παράξενο; μάνα σου είναι»
Αυτόματα τα μάτια του γουρλώνουν από θυμό και τα χείλη του γίνονται μια βλοσυρή γραμμή
«η δική μου η μάνα έχει πεθάνει! και αυτό βάλτο καλά στο μυαλό σου»
Είναι σαν να με διατάζει, ο θυμός τον έχει κυριεύσει. Όχι, αυτός δεν είναι ο Άγγελος μου
«όχι Άγγελε, είτε το θέλεις είτε όχι αυτή είναι η μάνα σου! η οποία μάνα σου είναι εδώ και σου ζητάει μια ευκαιρία για να επανορθώσει»
Ξαφνικά χτυπάει το τραπέζι με την γροθιά του και σηκώνεται από τον καναπέ. Τον παρακολουθώ να περπατά πέρα δόθε μέσα στο σαλόνι ενώ παράλληλα τραβάει τα μαλλιά του. Κατά βάθος το ξέρει ότι έχω δίκιο, όμως ο εγωισμός του δεν τον αφήνει να δει καθαρά. Σηκώνομαι για να τον πλησιάσω, να του μιλήσω, αλλά ξαφνικά ακούγονται πυροβολισμοί. Τι στο καλό; Αμέσως ο Άγγελος με τραβάει στην αγκαλιά του, θέλοντας να με προστατέψει
«Άγγελε, τι συμβαίνει;»
Ρωτάω με τραχιά φωνή. Ο φόβος με έχει κατακλύσει. Το βλέμμα μου υψώνεται στο παράθυρο. Όχι, δεν μπορεί. Δεν μπορεί να βλέπω καλά
«ο πατέρας σου»
Ψελλίζει ενώ με αφήνει για να πλησιάσει το παράθυρο. Κοιτάζει για μερικά λεπτά και μετά ισιώνει το σώμα του. Νομίζω πως έχω καταλάβει τι σκέφτεται
«μην πας»
Έχω κακό προαίσθημα για αυτή την συνάντηση. Ο πατέρας μου είναι σχετικά ένας ήρεμος άνθρωπος, αλλά αν του πειράξεις την οικογένεια... γίνεται θηρίο
«πρέπει να πάω»
Αποκρίνεται με ήρεμο ύφος. Αμέσως τρέχω προς το μέρος του
«μην πας έξω Άγγελε, σε ικετεύω!»
Στρέφει το κεφάλι και με κοιτάζει με τρυφερότητα μέσα στα μάτια. Σε παρακαλώ, μην πας! Σκύβει και με φιλάει στο μέτωπο, σαν να μου λέει συγγνώμη. Να πάρει, όχι! Τον βλέπω να ανοίγει το συρτάρι δίπλα του και να βγάζει ένα πιστόλι. Τα μάτια μου γουρλώνουν στην θέα του
«Άγγελε, τι πας να κάνεις;»
«το χρειάζομαι για προστασία. Μην ανησυχείς...»
Λέει και με φιλάει ξανά στο μέτωπο
«μείνε εδώ»
Προσθέτει και μετά βγαίνει έξω. Γαμώτο, όχι! Χωρίς να το πολύ σκεφτώ, τον ακολουθώ έξω. Προς έκπληξη μου δεν με κοιτάζει, ούτε μου λέει να φύγω. Αυτό είναι καλό σημάδι υποθέτω. Περπατάμε ο ένας δίπλα στον άλλον, τα βήματα του είναι αποφασιστικά, ξέρει τι θέλει. Φτάνουμε κοντά στον πατέρα μου, ο οποίος στέκεται αγέρωχος απέναντι μας, με μερικούς άντρες να τον περιτριγυρίζουν
«τελείωσαν τα παιχνίδια Σταματάκη...»
Ξεκινάει να μιλάει ο πατέρας και μετά οπλίζει το πιστόλι του. Αυτόματα το χέρι μου πιάνει τον καρπό του Άγγελου, προσπαθώντας να του δώσω δύναμη για να μείνει ήρεμος
«δώσε μου την κόρη μου»
«δεν την κρατάω εγώ, κύριε Οικονόμου. Βρίσκεται εδώ με δική της πρωτοβουλία, και αν το θέλει...»
Κάνει παύση και στρέφει τα πράσινα μάτια του πάνω μου
«μπορεί να φύγει»
Ακολουθεί σιωπή για μερικά λεπτά, ώσπου ο πατέρας μου παίρνει ξανά τον λόγο
«Δέσποινα, μάσε τα πράγματα σου και φεύγουμε»
Γυρίζω το κεφάλι και τον κοιτάζω αποφασισμένη
«δεν έχω να πάω πουθενά!»
Του δηλώνω με κατηγορηματικό τόνο
«τι είπες;»
«αυτό που άκουσες! Αγαπάω τον Άγγελο και θα μείνω εδώ, μαζί του»
Δεν υπάρχει περίπτωση να αλλάξω γνώμη. Τον αγαπάω αυτόν τον άντρα, μαζί του θέλω να είμαι, όσο μου το επιτρέπει η ζωή
«κύριε Οικονόμου...»
Αναφωνεί ο Άγγελος, κάνοντας όλα τα βλέμματα να στραφούν επάνω του
«μπορώ να κάνω τα πάντα για να κρατήσω κοντά μου την Δέσποινα. Αν θέλετε μπορώ και να την παντρευτώ»
Η τελευταία του πρόταση με αφήνει με ανοιχτό το στόμα. Ο πατέρας μου φαίνεται να το σκέφτεται για λίγο, ώσπου ξαφνικά αρχίζει να μας πλησιάζει
«αυτό θέλεις και εσύ; να παντρευτείς;»
Με ρωτάει ενώ τώρα στέκεται μπροστά μας. Παίρνω μια βαθιά ανάσα θάρρους
«αν είναι απαραίτητο»
Λέω με ήπιο τόνο ενώ σφίγγω το χέρι του Άγγελου. Ο φόβος με έχει καταβάλει ολόκληρη, όμως ο Άγγελος φαίνεται ήρεμος, δυνατός, άκαμπτος. Ξέρει τι κάνει
«πάμε λίγο μέσα να μιλήσουμε»
Μου ζητάει ο πατέρας. Αμέσως στρέφω το κεφάλι για να κοιτάξω τον Άγγελο
«Δέσποινα...»
Λέει ενώ στρέφει τα πράσινα μάτια του στα δικά μου
«αν θέλεις μπορείς να πας μέσα μαζί του»
Προσθέτει με ήρεμο ύφος, που ομολογώ ότι με εκπλήσσει. Κάποια στιγμή έπρεπε να γίνει και αυτό. Γυρίζω το κεφάλι για να κοιτάξω αποφασισμένη τον πατέρα μου
«πάμε»
Λέω και βαδίζουμε μαζί προς το εσωτερικό του σπιτιού.

Τα χρώματα του έρωταWhere stories live. Discover now