Παράλογη ζήλια;

1.2K 100 16
                                    

Το μάθημα έχει τελειώσει και εγώ φεύγω τρέχοντας έξω από την σχολή, με την Αναστασία να με ακολουθεί
«για που το έβαλες;»
Αυτόματα τα βήματα μου σταματάνε. Γυρίζω από την άλλη για να την αντικρίσω κατάματα
«πρέπει να πάω στο σπίτι, έχω μια σημαντική δουλειά»
«τόσο σημαντική που δεν μπορείς να αφιερώσεις μερικά λεπτά;»
Η φωνή του Πάρη με κάνει να κλείσω σφιχτά τα μάτια μου. Όχι, όχι τώρα! Γυρίζω από την άλλη και τον βλέπω να με κοιτάζει με εκείνο το γοητευτικό του ύφος
«Πάρη! πότε ήρθες;»
Λέω ενώ τον πλησιάζω με αργά βήματα
«πριν από λίγο. Η Αναστασία μου είπε τι ώρα σχολάτε και ήρθα να σε δω»
«κακώς»
Λέω εντελώς αυθόρμητα. Κατσουφιάζει
«κακώς; γιατί;»
«επειδή μπορεί να μας δει κανένας γνωστός. Ξέρεις ότι ο τόπος είναι μικρός και τα στόματα δεν αργούν να ανοίξουν»
Τώρα ειλικρινά μιλάω σαν τον πατέρα μου. Λες και είμαι από άλλη εποχή. Ο Πάρης με κοιτάζει με σκεπτικό ύφος ενώ παράλληλα περνάει την γλώσσα από τα χείλη του. Δεν λέω ότι δεν μου άρεσε η έκπληξη του, απλά... δεν την περίμενα
«καλή συνέχεια κορίτσια»
Αμέσως γυρίζω το κεφάλι καθώς ακούω την φωνή του. Τον παρακολουθώ να κατεβαίνει με άνεση τα σκαλιά, έχοντας ένα στραβό χαμόγελο στο πρόσωπο του
«επίσης»
Αποκρίνεται η Αναστασία, όμως εγώ δεν μπορώ να μιλήσω. Απλώς μένω παγωμένη στην θέση μου και τον κοιτάζω έντονα. Είναι λες και τον ικετεύω να μου ρίξει έστω και μία ματιά
«σου μιλάω!»
Ξαφνικά νιώθω ένα δυνατό κράτημα στον αγκώνα μου. Αμέσως γυρίζω το κεφάλι για να αντικρίσω έναν θυμωμένο Πάρη
«τι τι είπες;»
«γιατί τον κοιτούσες έτσι;»
Γαμώτο, καρφώνομαι!
«δηλαδή πως;»
«ήταν λες και τον έτρωγες με τα μάτια σου....»
Απαντάει βιαστικά, κάνοντας με να τρέμω. Πως θα τα ξεμπερδέψω τώρα; Ήταν ανάγκη να έρθει σήμερα; και εγώ ή χαζή ήταν ανάγκη να τον κοιτάζω λες και είμαι κανένα ερωτευμένο κοριτσάκι;
«Δέσποινα τρέχει κάτι με τον τύπο;»
«τι λες μωρέ! τρελάθηκες;»
«σε είδα πως τον κοίταζες, οπότε μην μου λες ψέμματα!»
Γρυλίζει ξανά, αλλά αυτή την φορά το πρόσωπο του είναι πιο κοντά στο δικό μου. Δεν έχω άλλη επιλογή, πρέπει να τον διαψεύσω με κάθε τρόπο. Τραβάω απότομα το χέρι μου από την λαβή του και τον αγριοκοιτάζω
«όταν ηρεμήσεις, τότε θα μπορέσουμε να μιλήσουμε. Γιατί τώρα... είσαι εκτός ελέγχου»
Λέω με ήπιο τόνο και έπειτα φεύγω από κοντά του. Για καλή μου τύχη δεν με ακολουθεί, οπότε ξεκινάω να τρέχω.

Μόλις φτάνω στο σπίτι, ή μητέρα μου βρίσκεται όπως πάντα στην κουζίνα και ο πατέρας μου στο σαλόνι να διαβάζει εφημερίδα
«καλώς το κοριτσάκι μας!»
Αναφωνεί με κέφι ο πατέρας μου, αλλά αυτή την στιγμή δεν έχω όρεξη
«γειά»
Λέω ξερά ενώ αφήνω το μπουφάν μου στην κρεμάστρα και μετά πηγαίνω στην αποθήκη. Δεν έχω όρεξη να μιλήσω αυτή την στιγμή. Το μόνο που θέλω είναι να αφοσιωθώ στην τέχνη μου. Η καρδιά μου όμως χτυπάει σαν τρελή, και το μυαλό μου βρίσκεται συνεχώς σε εκείνον. Άραγε τι θα σκεφτεί όταν δει την ζωγραφιά μου; θα του αρέσει; Έχω τόσο άγχος για το αύριο. Κάθομαι στην καρέκλα, μπροστά από την έδρα μου και απλά κοιτάζω το λευκό χαρτί. Εκείνο το βλέμμα που μου έριξε μέσα στην αίθουσα... το πρόσωπο του που έλαμπε κάτω από το απαλό φως του ήλιου, τα έντονα ζυγωματικά του, τα χείλη του και η στάση του σώματος του... έμοιαζε σαν πίνακας, ένα έργο τέχνης που έρχεται από τα παλιά χρόνια. Τι έχω πάθει; Κανονικά τώρα θα έπρεπε να καίγομαι που τσακώθηκα με τον Πάρη, όμως εγώ το μόνο που σκέφτομαι... είναι εκείνον, τον καθηγητή μου. Τα έχω μπερδέψει όλα
«τι κάνω;»
Ψιθυρίζω στον εαυτό μου, αλλά δεν έχω κάποια απάντηση. Τρίβω το πρόσωπο μου, προσπαθώντας να συνεφέρω τον εαυτό μου. Ξέχνα τον! έστω και για μια στιγμή, ξέχνα τον.

Τα χρώματα του έρωταWhere stories live. Discover now