Σε χρειάζομαι

614 49 4
                                    

Άγγελος POV

Η μέρα έχει έρθει και εγώ κάθομαι μόνος μου στο πάτωμα του σαλονιού, κρατώντας ένα άδειο μπουκάλι ουίσκι στο χέρι μου. Οι ακτίνες του ήλιου με πλησιάζουν αλλά δεν με αγγίζουν. Βρίσκομαι στο σκοτάδι, χαμένος μέσα στις σκιές του παρελθόντος μου. Όλο το σπίτι έχει έρθει τούμπα εξαιτίας μου. Εξαιτίας μου! Ξαφνικά ακούγεται το τηλέφωνο μου. Σηκώνω το κεφάλι και το κοιτάζω σκεπτικός για μερικά λεπτά. Υποθέτω πως έχω μήνυμα από τον θείο μου, ίσως θέλει να μου μιλήσει για τα χθεσινά, ίσως θέλει να μου ανακοινώσει πως εκείνη έφυγε. Κλείνω τα μάτια για μια στιγμή και ξεφυσάω. Έπειτα απλώνω το χέρι και παίρνω την συσκευή από δίπλα μου για να κοιτάξω την οθόνη. Τα μάτια μου γουρλώνουν από το σοκ καθώς βλέπω το όνομα της.

Δέσποινα:
Έχω φτάσει ήδη στην Κρήτη. Σε λίγα λεπτά θα βρίσκομαι έξω από το χωριό σου. Αν με νοιάζεσαι πραγματικά τότε θα έρθεις να με βρεις.

Δεν το πιστεύω. Ήρθε στην Κρήτη; μα πότε; πως; Λες να ξέρει; λες να της μίλησε ο πατέρας της; γαμώτο, αισθάνομαι τόση ντροπή. Πως θα μπορέσω να την αντικρίσω ξανά στα μάτια; Αυτή η κοπέλα νοιάζεται υπερβολικά για εμένα. Όμως αυτό φοβάμαι ότι θα την καταστρέψει. Χωρίς να το πολύ σκεφτώ, σηκώνομαι από το πάτωμα και φοράω το παλτό μου. Παίρνω τα κλειδιά του αμαξιού και το κινητό μου και μετά φεύγω από το σπίτι.

Δέσποινας POV

Βρίσκομαι μέσα στο ταξί με προορισμό εκείνον. Η καρδιά μου είναι έτοιμη να σπάσει και η αδρεναλίνη έχει φτάσει τα ύψη. Δεν θα το κρύψω, έχω αγωνία που θα τον δω μετά από τόσες ημέρες. Δεν έχω αμφιβολία, σίγουρα θα έρθει να με βρει. Με νοιάζεται και δεν θα με αφήσει
«να σας αφήσω εδώ;»
Με ρωτάει ο ταξιτζής, βγάζοντας με από τις σκέψεις μου. Ρίχνω μια σύντομη ματιά έξω από το παράθυρο
«ναι»
Λέω ξερά και σταματάει το αυτοκίνητο. Του δίνω τα λεφτά και έπειτα βγαίνω έξω. Η χαρά ανθίζει μέσα μου καθώς τον βλέπω να στέκεται μερικά βήματα μακριά. Ο ταξιτζής βγάζει την βαλίτσα μου από το αμάξι και έπειτα φεύγει, αφήνοντας μας επιτέλους μόνους. Τον κοιτάζω για μερικά λεπτά, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω ότι είναι αληθινός, ότι όντως βρίσκεται εδώ για εμένα. Τι στέκεσαι εδώ; τρέχα κοντά του! Αυτή η σκέψη μου δίνει την δύναμη να κάνω τα πρώτα βήματα για να τον πλησιάσω και να χωθώ στην αγκαλιά του. Μόλις το σώμα μου έρχεται σε επαφή με το δικό του, νιώθω την ψυχή μου να ηρεμεί και την καρδιά μου να ξανά ζωντανεύει
«το ήξερα ότι θα έρθεις. Το ήξερα!»
Ψελλίζω κοντά στο αυτί του ενώ τυλίγει τα χέρια του γύρω μου, τραβώντας με περισσότερο στην αγκαλιά του
«δεν μπορούσα να μην έρθω»
Η φωνή του ακούγεται τραχιά, σαν σπασμένη. Αμέσως τραβιέμαι από την αγκαλιά του για να κοιτάξω το ταλαιπωρημένο του πρόσωπο
«γιατί είσαι έτσι;»
Ρωτάω χαμηλόφωνα ενώ σηκώνω τα χέρια για να τα ακουμπήσω στα παγωμένα μάγουλα του. Με κοιτάζει χαμένος, σαν να μην καταλαβαίνει τι γίνεται γύρω του. Ποιος σε έχει κάνει έτσι μάτια μου;
«δεν έχει σημασία»
Μουρμουρίζει και με τυλίγει ξανά στην αγκαλιά του, κρατώντας με σφιχτά πάνω του. Ω Άγγελε! Κλείνω τα μάτια και ανασαίνω το άρωμα του. Αυτή η αγκαλιά μου βγάζει τόση απελπισία, τόση λαχτάρα και τόση ανάγκη. Μου έχει λείψει η παρουσία του. Δεν πέρασαν πολλές μέρες, αλλά πραγματικά μου έλειψε!
«έλα, πάμε σπίτι. Εκεί θα μιλήσουμε για όλα»
Μουρμουρίζει έπειτα από κάποια λεπτά τα οποία μου φαίνονται αιώνας. Κάνω ένα βήμα πίσω και σηκώνω το κεφάλι για να τον ξανά κοιτάξω κατάματα
«εντάξει»
Αποκρίνομαι με τον ίδιο τόνο και τα δάχτυλα του μπλέκονται με τα δικά μου. Δεν με νοιάζει που θα με πάει, μου αρκεί που είμαι μαζί του.

Έπειτα από μερικά λεπτά διαδρομής φτάνουμε έξω από ένα μεγάλο, πέτρινο σπίτι. Ομολογώ ότι είναι εντυπωσιακό! Περπατάμε μαζί ως την είσοδο, κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου. Για κάποιον παράξενο λόγο δεν έχει αφήσει στιγμή το χέρι μου. Με χαροποιεί ιδιαίτερα αυτό! Μόλις ξεκλειδώνει την πόρτα και αντικρίζω το εσωτερικό του σπιτιού, μένω εμβρόντητη. Εδώ μέσα γίνεται χαμός. Όλα τα έπιπλα είναι πεταμένα κάτω, σπασμένα γυαλιά τριγύρω, ένα πραγματικό χάος. Στρέφω το κεφάλι και κοιτάζω εκείνον, ο οποίος φαίνεται πολύ ήρεμος
«εσύ το έκανες αυτό;»
Τον ρωτάω κάπως διστακτικά. Σηκώνει το χέρι και τρίβει νευρικά το σβέρκο του. Δεν μου απαντάει, απλώς κοιτάζει ψηλά, σαν να προσπαθεί να με αποφύγει... ξανά. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και βαδίζω προς το σαλόνι
«πρόσεχε!»
Αναφωνεί ξαφνικά, αλλά δεν σταματάω. Μόλις φτάνω στον προορισμό μου, σκύβω και μαζεύω τα γυαλιά από το πάτωμα
«θα κοπείς»
Γρυλίζει καθώς με πλησιάζει
«άφησε τα!»
Με διατάζει, αλλά δεν τον υπακούω. Πρέπει να καθαρίσω αυτό το χάος. Γονατίζει μπροστά μου και παίρνει τα χέρια μου στα δικά του, με αποτέλεσμα να πέσουν τα γυαλιά ξανά στο πάτωμα
«δεν χρειάζεται να καθαρίσεις τον χαμό που έφτιαξα εγώ»
Προσθέτει με πιο ήπιο τόνο τώρα. Τον κοιτάζω για μερικά λεπτά στα μάτια, θέλοντας να απολαύσω την θέα του. Τελικά μου είχε λείψει πολύ αυτό το πρόσωπο. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που με τραβάει σε αυτόν τον άνθρωπο, δεν ξέρω αν αυτό που νιώθω θα μπορέσει να μας κρατήσει και τους δύο, το μόνο που ξέρω είναι ότι είμαι ερωτευμένη με έναν μυστήριο άντρα
«απλώς σε βοηθάω»
Ψελλίζω τελικά και παρακολουθώ τις κόρες των ματιών του να διαστέλλονται
«τότε θα σε βοηθήσω και εγώ»
Αποκρίνεται κάνοντας με να χαμογελάσω γλυκά
«ωραία λοιπόν, ας ξεκινήσουμε»
Λέω και μετά σηκώνομαι από το πάτωμα για να κοιτάξω τριγύρω. Έχουμε πολύ δουλειά μπροστά μας.

Τα χρώματα του έρωταWhere stories live. Discover now