Όσα λένε τα μάτια...

671 54 3
                                    

Η υπόλοιπη βραδιά περνάει πολύ βαρετά. Βρίσκομαι συνεχώς στο πλευρό του Βίκτωρα και γνωρίζω καινούργιους ανθρώπους, πλούσιους ανθρώπους, από αυτούς που νομίζουν ότι με το χρήμα μπορούν να αγοράσουν τα πάντα. Μερικοί από αυτούς με γλυκοκοιτάζουν, αλλά δεν τους δίνω σημασία, από την άλλη ο Βίκτωρας είναι όλο καμάρι δίπλα μου, λες και έχει κερδίσει κανένα σημαντικό έπαθλο. Δεν μπορώ άλλο αυτή την ατμόσφαιρα.

Αυτή την στιγμή βρίσκομαι δίπλα στον Βίκτωρα και τον βλέπω να μιλάει με κάποιους άγνωστους άντρες. Προσπαθώ να τους ακούσω, να παρακολουθήσω την συζήτηση τους, αλλά δεν μπορώ. Δεν θέλω να βρίσκομαι εδώ. Επειδή η θέση μου βρίσκεται αλλού. Γυρίζω το κεφάλι για να τον δω να στέκεται μερικά βήματα μακριά μου και να κοιτάζει σιωπηλός το πάτωμα. Υπάρχουν πολλά άτομα γύρω του, άτομα τα οποία γελούν και διασκεδάζουν, όμως αυτός κάνει την διαφορά. Πάντα την κάνει. Είναι ξεχωριστός άνθρωπος, η κορμοστασιά του, το ύφος του, ακόμη και ο τρόπος που κρατάει το ποτήρι του είναι ξεχωριστός! Για εμένα δεν είναι απλά ένας άντρας ανάμεσα στους χίλιους, για εμένα είναι σαν να βλέπω με τα μάτια μου την ψυχή του. Όποτε κοιτάζω το πρόσωπο του ή καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή, όποτε νιώθω το άγγιγμα του το σώμα μου τρέμει, όποτε βρίσκεται κοντά μου η ανάσα μου κόβεται, δεν ξέρω πως μπορεί να χαρακτηριστεί όλο αυτό... πάντως ξέρω ότι νιώθω κάτι για αυτόν τον άντρα, κάτι που μέρα με την ημέρα μεγαλώνει όλο και περισσότερο. Το βλέμμα του στρέφεται αργά στο δικό μου, κάνοντας την ανάσα μου να κοπεί για άλλη μια φορά. Τα μάτια του είναι σκοτεινά, μπορώ να τα διακρίνω ακόμη και από μια τέτοια απόσταση. Το πρόσωπο του φαίνεται ταλαιπωρημένο, σαν να τον κυριεύει η θλίψη. Ω Άγγελε!
«Δέσποινα;»
Η φωνή του Βίκτωρ διακόπτει απότομα την οπτική μας επαφή. Γυρίζω το κεφάλι και τον κοιτάζω κατά πρόσωπο
«ναι»
«είσαι καλά; σε βλέπω λίγο χαμένη»
«η αλήθεια είναι πως κουράστηκα λιγάκι. Ίσως πρέπει να επιστρέψω στο ξενοδοχείο»
«ωραία, περίμενε μερικά λεπτά να φέρω το αυτοκίνητο και θα φύγουμε μαζί, εντάξει;»
Δεν θέλω να φύγω μαζί του, αλλά από ότι φαίνεται... δεν έχω και πολλές επιλογές
«εντάξει»
Λέω μονολεκτικά και με ένα τελευταίο χαμόγελο, φεύγει από την αίθουσα. Αμέσως γυρίζω το κεφάλι και βλέπω τον Άγγελο να με πλησιάζει με γρήγορα βήματα
«τι έγινε; είσαι καλά;»
«ναι, απλώς λίγο κουρασμένη. Ίσως φταίει το ταξίδι»
«μήπως θέλεις να σε γυρίσω στο ξενοδοχείο;»
«δεν χρειάζεται, θα με πάει ο Βίκτωρ»
Αυτή μου η πρόταση δεν φαίνεται να του άρεσε, επειδή το πρόσωπο του τσιτώθηκε
«δεν ήταν ανάγκη να τον βάλεις σε κόπο»
Ο τόνος του ακούγεται ξαφνικά παγερός, καμία σχέση με την στοργική φωνή που είχε πριν από μόλις δύο λεπτά
«εκείνος μου το πρότεινε και εγώ το δέχτηκα»
Αντιγυρίζω κάπως απότομα, προσπαθώντας να του δείξω ότι με πείραξε αυτό που είπε. Τον παρακολουθώ να γλύφει νευρικά τα χείλη του ενώ παράλληλα ρίχνει μια σύντομη ματιά τριγύρω
«με συγχωρείς, απλά είμαι λίγο... τσιτωμένος»
Μουρμουρίζει απολογητικά, κάνοντας με αυτόματα να μετανιώσω για τον τρόπο μου. Πως το καταφέρνει αυτό;
«εσύ θα καθίσεις;»
Τον ρωτάω κάπως διστακτικά
«δεν νομίζω»
Απαντάει χαμηλόφωνα και τα καστανά πλέον μάτια του στρέφονται στα δικά μου. Και πάλι μου φαίνονται επιφυλακτικά, σαν να φοβούνται να αποκαλύψουν τα μυστικά τους. Γιατί με κρατάει τόσο μακριά του; αφού μπορώ να τον νιώσω! μπορώ να καταλάβω ότι και αυτός νιώθει την ίδια έλξη με μένα. Γιατί είναι τόσο δύσκολο για τους ανθρώπους να παραδεχτούν τα συναισθήματα τους;
«στείλε μου μήνυμα όταν φτάσεις, εντάξει;»
Λέει έπειτα από αρκετά λεπτά ησυχίας. Ξεροκαταπίνω
«εντάξει»
«Δέσποινα, είμαστε έτοιμοι!»
Αναφωνεί ξαφνικά ο Βίκτωρ, κάνοντας τον Άγγελο να πισωπατήσει
«μπορείς να την πας;»
«μην ανησυχείς, δεν έχω πιει τόσο πολύ ώστε να μην βλέπω μπροστά μου»
Η φωνή του Βίκτωρ ακούγεται ειρωνική, σαν να τον προκαλεί κατά κάποιον τρόπο. Γυρίζω το κεφάλι για να δω τον Άγγελο να τον αγριοκοιτάζει, σαν να τον προειδοποιεί για κάτι
«να προσέχετε στον δρόμο»
Λέει χαμηλόφωνα και ακούω τον Βίκτωρ να ρουθουνίζει ειρωνικά
«μην ανησυχείς για τίποτα. Πάμε;»
Με ρωτάει και γνέφω καταφατικά. Αλλά πριν φύγω, σηκώνω για τελευταία φορά απόψε το βλέμμα μου στο πρόσωπο του
«ευχαριστώ για απόψε, ήταν μια πολύ καλή εμπειρία»
Λέω ενώ απλώνω το χέρι μου προς το μέρος του. Το κοιτάζει εντελώς μαρμαρωμένος για μερικά λεπτά, ώσπου τελικά σηκώνει το χέρι και ανταλλάσουμε χειραψία. Μόλις το δέρμα του έρχεται σε επαφή με το δικό μου, νιώθω έναν δυνατό ηλεκτρισμό να διαπερνά όλο μου το σώμα. Πρέπει να απομακρυνθώ! Αλλά όσες φορές και αν το επαναλάβω μέσα στο κεφάλι μου, δεν πρόκειται να το κάνω. Δεν θέλω να φύγω από κοντά του!
«καληνύχτα, κύριε Σταματάκη»
Μουρμουρίζω καθώς αφήνω απρόθυμα το χέρι μου να ξεγλιστρήσει από το δικό του
«καληνύχτα»
Αποκρίνεται χαμηλόφωνα και σιγά σιγά φεύγω από κοντά του, με τον Βίκτωρα να έχει το χέρι του ακουμπισμένο στην μέση μου, σαν να προσπαθεί να δείξει ότι είμαι ιδιοκτησία του. Αλλά δεν έχει ιδέα! Όσο βαδίζουμε προς την έξοδο, το βλέμμα μου μένει καρφωμένο σε εκείνον, ο οποίος με κοιτάζει έντονα. Θέλω τόσο απεγνωσμένα να τρέξω πίσω, να χωθώ στην αγκαλιά του και να μείνω εκεί φυλακισμένη για πάντα! Σιγά σιγά χάνεται ανάμεσα στον κόσμο, ώσπου τελικά δεν τον βλέπω καθόλου. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και ακολουθώ τον βηματισμό του Βίκτωρα. Η καρδιά μου κοντεύει να σπάσει. Τι διάολο είναι αυτό που νιώθω! έρωτας; η απλά ενθουσιασμός;

Τα χρώματα του έρωταWhere stories live. Discover now