Παράξενος

1.3K 101 1
                                    

«Δέσποινα;»
Η δυνατή φωνή της μάνας μου με κάνει να τιναχτώ από την θέση μου. Κοιτάζω τριγύρω για να συνειδητοποιήσω ότι βρίσκομαι στην αποθήκη του σπιτιού μου. Κοιμήθηκα εδώ μέσα; Αμέσως σηκώνομαι και βαδίζω προς την πόρτα για να την ξεκλειδώσω
«επιτέλους βρε κορίτσι μου, μου κόπηκε η χολή!»
Λέει καθώς μπαίνει μέσα. Στριφογυρίζω τα μάτια μου, φανερά αγανακτισμένη
«σιγά ρε μάνα»
«ε τι σιγα; φοβήθηκα μην έπαθες κάτι»
Λέει ενώ πλησιάζει την έδρα μου, εκεί όπου έχω όλα μου τα σχέδια. Και ξαφνικά χτυπάει ένα δυνατό καμπανάκι μέσα στο μυαλό μου
«μαμά, μην πας εκεί!»
Την προειδοποιώ, αλλά τώρα... είναι πολύ αργά. Την παρακολουθώ να κοιτάζει το σχέδιο μου με μεγάλη προσήλωση, λες και δεν ξέρω και γω τι βλέπει
«μπράβο βρε αγάπη μου, πολύ καλό. Ποιος είναι;»
«ένας άκυρος μωρέ»
Λέω καθώς απλώνω τα χέρια για να κάνω το χαρτί κουλούρα. Έτσι θα είναι πιο ασφαλές
«μήπως μου κρύβεις κάτι νεαρή μου;»
Όποτε υποψιάζεται κάτι για εμένα, χρησιμοποιεί την λέξη "νεαρή" και αυτή και ο μπαμπάς. Τι κακό συνήθειο και αυτό
«όχι ρε μαμά, δεν σου κρύβω τίποτα»
«το ελπίζω...»
Αποκρίνεται με την καχυποψία φανερή στο πρόσωπο της. Ξεροκαταπίνω
«τέλος πάντων, πήγαινε στο δωμάτιο σου να ξαπλώσεις. Έχεις και μάθημα αύριο»
Προσθέτει και έπειτα φεύγει από την αποθήκη, κλείνοντας την πόρτα πίσω της. Αυτόματα κλείνω τα μάτια και αφήνω μια μεγάλη ανάσα ανακούφισης να ξεφύγει από μέσα μου
«φτηνά την γλίτωσα»
Ψιθυρίζω στον εαυτό μου. Αυτό το σχέδιο πρέπει να εξαφανιστεί από εδώ μέσα. Έτσι όπως το έχω στο χέρι μου, βγαίνω έξω από την αποθήκη. Με γρήγορα βήματα πηγαίνω στο δωμάτιο μου και κλείνω την πόρτα. Που να το κρύψω τώρα αυτό; Η μάνα μου αν θελήσει να το βρει, θα το βρει. Τέλος πάντων, προς το παρόν θα το βάλω στην βιβλιοθήκη μου έτσι όπως είναι και αύριο θα το σκεφτώ καλύτερα. Αλλάζω ρούχα, σβήνω τα φώτα και χώνομαι κάτω από τα σκεπάσματα. Ανυπομονώ ήδη να ξημερώσει.

Την επόμενη ημέρα ξυπνάω αναζωογονημένη και με πολύ όρεξη. Πηγαίνω τρέχοντας στην κουζίνα και φιλάω την μαμά στο μάγουλο
«γειά σου μανούλα μου όμορφη! Φεύγω»
Λέω βιαστικά και κάνω να φύγω, αλλά η φωνή της με σταματάει
«κάτσε βρε κορίτσι μου, φάε κάτι πρώτα»
«δεν προλαβαίνω, θα τα πούμε μετά»
Λέω και έπειτα φεύγω από το σπίτι.

Μόλις φτάνω στην σχολή, πετυχαίνω την Αναστασία στην είσοδο
«ει!»
Της φωνάζω και αμέσως γυρίζει το κεφάλι για να με κοιτάξει
«μπα, πως και τόσο νωρίς; δεν μας πήρε ο Πάρης κανένα τηλέφωνο;»
«σσσς! πιο σιγανά, μπορεί να μας ακούσει κανείς»
«αυτή την μυστικοπάθεια σου δεν θα την καταλάβω ποτέ»
Λέει και την σκουντάω για να μπούμε μέσα στο κτίριο
«πάντως... νοστιμούλης ο καινούργιος μας καθηγητής...»
Πως της ήρθε τώρα αυτό;
«δεν συμφωνείς;»
Με ρωτάει με καχύποπτο θα έλεγα ύφος. Ρουθουνίζω
«εντάξει, δεν είναι και κανένας κούκλος»
Ψεύτρα!
«εμ τι άλλο θα έλεγες εσύ; αφού έχεις μάτια μόνο για τον Πάρη!»
Μου λέει πειραχτικά, κάνοντας με να σαστίσω για μερικά λεπτά. Όταν συνέρχομαι αρχίζω να την κυνηγάω μέχρι την αίθουσα. Τα γέλια μας ακούγονται σε όλο τον διάδρομο, τα παιδιά μας κοιτάζουν λες και είμαστε εξωγήινοι, αλλά δεν μας νοιάζει. Αυτή την στιγμή εμείς περνάμε καλά. Τους προσπερνάμε όλους, ώσπου τελικά φτάνουμε στην αίθουσα
«με πέθανες»
Λέω λαχανιασμένη και γελάει
«αφού δεν γυμνάζεσαι και λίγο κοριτσάκι μου. Δεν είσαι σαν και εμένα!»
Λέει και μου επιδεικνύει το μπράτσο της. Γελάω δυνατά, το ίδιο και εκείνη
«καλημέρα!»
Η φωνή του καθηγητή με κάνει να τιναχτώ. Αμέσως γυρίζω από την άλλη για να τον δω να μπαίνει με χάρη μέσα στην αίθουσα. Είναι πραγματικά εντυπωσιαστικός. Ένα σπάνιο έργο τέχνης
«καλημέρα»
Λένε ομόφωνα κάποια κορίτσια ενώ εμείς πηγαίνουμε στις θέσεις μας
«είστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε;»
Ρωτάει με το κέφι φανερό στον τόνο της φωνής του. Περίεργο. Εχθές δεν φαινόταν και τόσο άνετος, ενώ σήμερα φαίνεται διαφορετικός. Σαν να έχει αποκτήσει οικειότητα μαζί μας
«σήμερα θα ασχοληθούμε λίγο με τις λεπτομέρειες. Θα σας βάλω να ζωγραφίσεται ένα τυχαίο πρόσωπο, αλλά θέλω να αποτυπώσεται με τον δικό σας τρόπο τα συναισθήματα του»
Νομίζω ότι κατά βάθος το περίμενα αυτό το μάθημα. Και ομολογώ ότι είναι πολύ ενδιαφέρον
«ξεκινήστε!»
Αμέσως ανοίγω τον σάκο μου για να πάρω τα μολύβια που χρειάζομαι
«ωραίο μάθημα»
Ακούω την Αναστασία να μουρμουρίζει ειρωνικά δίπλα μου
«εγώ πιστεύω πως είναι πραγματικά ωραίο μάθημα»
«μμμ, τι άλλο θα έλεγες εσύ»
Αποκρίνεται δήθεν επιδοκιμαστικά. Χαχανίζω και έπειτα ξεκινάω το σχέδιο μου. Από ότι κατάλαβα δεν παίζει ρόλο αν είναι άντρας η γυναίκα, απλά θέλει να αποτυπώσουμε τα συναισθήματα σε ένα οποιοδήποτε πρόσωπο. Ξεκινάω να σχεδιάζω το πρόσωπο ενώ παράλληλα σκέφτομαι ποιο συναίσθημα είναι πιο κατάλληλο για εμένα. Ασυναίσθητα σηκώνω ελαφρά το κεφάλι για να κοιτάξω το πρόσωπο του. Αυτό είναι που με εμπνέει αυτή την στιγμή. Το ύφος του είναι παράξενο. Σκληρό αλλά και ταυτόχρονα λυπημένο. Τον βλέπω να κάθεται στην γωνία, κοντά στο παράθυρο. Το πρόσωπο του φωτίζεται από τις απαλές ακτίνες του ήλιου, κάνοντας τα ζυγωματικά του πιο έντονα. Τώρα φαίνεται ακόμη πιο όμορφος. Ξαφνικά το βλέμμα του στρέφεται στο δικό μου, κόβοντας μου την ανάσα. Αυτά τα πράσινα μάτια... σε μαγεύουν, σε παρασέρνουν σε ένα σκοτεινό μονοπάτι που δεν ξέρεις που θα βγει. Να πάρει, πρέπει να συνέλθω. Κουνάω λίγο το κεφάλι και έπειτα χαμηλώνω το βλέμμα μου στο σκίτσο που έχω μπροστά μου. Δίνεις στόχο Δέσποινα, σύνελθε! Με την άκρη του ματιού μου βλέπω την Αναστασία δίπλα μου να σχεδιάζει με το μολύβι της ενώ παράλληλα χαμογελάει πονηρά. Σίγουρα με είδε. Σίγουρα κατάλαβε τον τρόπο που τον κοιτούσα. Να πάρει, είμαι ηλίθια!

Τα χρώματα του έρωταWhere stories live. Discover now