«τι;»
Η φωνή της Αναστασίας ακούγεται σε ολόκληρο το σπίτι, για να μην πω και σε όλο το τετράγωνο
«δηλαδή για κάτσε, του πρότεινες να πάτε στο χωριό για να περάσετε το σαββατοκύριακο μαζί;»
«ναι, αυτό ακριβώς του πρότεινα»
«είσαι τελείως τρελή! Παιδάκι μου πριν από μερικές ώρες δεν μου είπες ότι θέλεις να το ξεκόψεις; ότι δεν θέλεις να ρισκάρεις την ασφάλεια του;»
«ναι, θυμάμαι τι σου είπα ρε Άνα, αλλά κατάλαβε με!»
«αυτό που καταλαβαίνω είναι ότι την έχεις πατήσει με τον Άγγελο»
Ρουθουνίζω ειρωνικά καθώς ακούω τα λόγια της
«εγώ; την έχω πατήσει; και μάλιστα με τον Άγγελο;»
«ναι, εσύ! και μην προσπαθείς να καλύψεις τον εαυτό σου»
«σου είπα ότι μπορώ να το ελέγξω! γιατί δεν μου έχεις έστω και λίγη εμπιστοσύνη;»
Πραγματικά έχει αρχίσει να με εκνευρίζει! λες και είμαι κανένα μωρό που δεν μπορεί να ελέγξει τον εαυτό του
«τον έχεις ερωτευτεί, και το χειρότερο είναι ότι δεν θέλεις να το παραδεχτείς!»
«δεν μπορώ να παραδεχτώ κάτι το οποίο δεν ισχύει!»
Πετάω κάπως φωναχτά και την παρακολουθώ να ξεφυσάει από αγανάκτηση ενώ παράλληλα τσιμπάει το κόκαλο της μύτης της. Τα έχει πάρει, μπορώ να την καταλάβω
«πρόσεχε, αυτό έχω να σου πω μόνο. Πρόσεχε!»
Λέει με πιο ήπιο τόνο αυτή την φορά. Αφήνω μια διακρατική ανάσα καθώς χαμηλώνω το κεφάλι μου
«τι θα πεις στους γονείς σου;»
Με ρωτάει και ξανά σηκώνω το κεφάλι για να την κοιτάξω
«ότι θα πάω εκδρομή με κάποιους φίλους»
«και να φανταστώ είμαι και εγώ μέσα σε αυτούς τους φίλους, έτσι;»
«αν δεν θέλεις να με βοηθήσεις, δεν υπάρχει θέμα»
Λέω καθώς σηκώνομαι από την θέση μου, έτοιμη να φύγω. Αμέσως με αρπάζει από το χέρι, κάνοντας με να μαρμαρώσω
«μην θυμώνεις... για το καλό σου τα κάνω όλα αυτά, εσένα θέλω να προστατέψω»
Ρουθουνίζω ειρωνικά
«να με προστατέψεις από ποιον;»
«από τον εαυτό σου!»
Απαντάει λιτά, κάνοντας με να σαστίσω για μερικά λεπτά. Από τον εαυτό μου; δεν καταλαβαίνω, που τον βλέπει τον κίνδυνο; τι κάνω ας πούμε που θα μπορούσε να θεωρηθεί επικίνδυνο για εμένα την ίδια; Τέλος πάντων, δεν μπορώ να το αναλύσω περισσότερο
«πρέπει να γυρίσω στο σπίτι»
Μουρμουρίζω και μετά παίρνω την τσάντα μου από τον καναπέ
«Δέσποινα...»
Αναφωνεί καθώς φτάνω στην πόρτα. Γυρίζω το κεφάλι για να την δω να με κοιτάζει με... φόβο; αγωνία; δεν μπορώ να καταλάβω
«να προσέχεις»
Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί μου το λέει συνέχεια αυτό. Αποφασίζω να μην το σχολιάσω, απλώς ανοίγω την πόρτα και βγαίνω έξω από το σπίτι. Δεν θέλω να είμαι άλλο εδώ. Αυτό που χρειάζομαι είναι η απομόνωση, να κλειστώ μέσα στην αποθήκη του σπιτιού μου και να ζωγραφίσω, να σχεδιάσω ξανά τα μάτια του. Πρέπει να φύγω από εδώ!Η εβδομάδα πέρασε πολύ γρήγορα, σχεδόν δεν κατάλαβα πως κύλησαν οι μέρες. Αυτή την στιγμή βρισκόμαστε στο αυτοκίνητο του με προορισμό τα Ζαγοροχώρια. Φυσικά εγώ τον καθοδηγώ, γιατί δεν έχει ιδέα από Ιωάννινα. Ομολογώ πως το κλίμα ανάμεσα μας είναι πολύ ήρεμο, έως κεφάτο θα έλεγα
«φτάνουμε;»
Η ερώτησή του με κάνει να χαχανίσω
«σε λίγο»
Απαντάω και επικρατεί ησυχία για μερικά λεπτά
«εάν δεν αισθανθείς άνετα μαζί μου... μπορείς να μου το πεις, δεν πρόκειται-»
«Άγγελε, είμαι μαζί σου επειδή το θέλω. Σου είπα ότι δεν θα κάνω πίσω, και το εννοούσα!»
Λέω με κατηγορηματικό τόνο και τον παρακολουθώ να ξεφυσάει
«απλά δεν θέλω να κάνεις κάτι για το οποίο... ίσως μετανιώσεις στην συνέχεια»
Ξαφνικά ακούγεται διστακτικός. Τι του συμβαίνει;
«δεν θα το μετανιώσω, είμαι σίγουρη»
Αποκρίνομαι αλλά το πρόσωπο του δεν μαλακώνει, παραμένει σκληρό όπως κάθε φορά. Αλλά και πάλι είναι πανέμορφος! Το μόνο που θέλω είναι να μείνω εδώ, παγωμένη σε αυτή την θέση και να τον κοιτάζω με τις ώρες
«νομίζω ότι φτάσαμε στο χωριό»
Η φωνή του με επαναφέρει στην πραγματικότητα. Ισιώνω το σώμα μου και στρέφω το βλέμμα μου μπροστά στον δρόμο
«πήγαινε δεξιά»
Τον καθοδηγώ για μερικά λεπτά ώσπου τελικά φτάνουμε έξω από το σπίτι μου
«εδώ είμαστε»
Του ανακοινώνω και κατεβαίνουμε από το αμάξι. Μόλις φτάνουμε στην αυλόπορτα γυρίζω το κεφάλι για να του ρίξω μια εξεταστική ματιά. Κοιτάζει το σπίτι και φαίνεται σαν να έχει χαθεί μέσα στις σκέψεις του
«τι συμβαίνει;»
Τον ρωτάω και κουνάει το κεφάλι, σαν να προσπαθεί να συνέλθει
«τίποτα. Πάμε μέσα;»
Ρωτάει κάνοντας με να χαμογελάσω
«πάμε»
Απαντάω και προχωράμε προς την είσοδο του σπιτιού. Ξεκλειδώνω την πόρτα και μπαίνουμε μέσα. Ευτυχώς που η μάνα μου έρχεται τακτικά και το καθαρίζει
«σου αρέσει;»
Ρωτάω και γνέφει αφηρημένα καθώς κοιτάζει τριγύρω
«ναι. Μου θυμίζει κάτι από το παρελθόν μου»
Η φωνή του ακούγεται νοσταλγική και το ύφος του είναι θλιμμένο. Δεν ξέρω γιατί, αλλά αυτή του η εικόνα θα μείνει για πάντα χαραγμένη μέσα στο μυαλό μου
«λοιπόν, τι θέλεις να κάνουμε πρώτα;»
Τον ρωτάω με την έξαψη φανερή στον τόνο της φωνής μου
«ακούω τις προτάσεις σου»
Αποκρίνεται και παρατηρώ ότι το ύφος του έχει αλλάξει, ξαφνικά έχει γίνει παιχνιδιάρικο. Νομίζω πως είναι λιγάκι ευμετάβλητος. Τον πλησιάζω με αργά βήματα και σηκώνω τα χέρια για να πιάσω τα πέτα από το παλτό του
«έχω πολλές αλλά... δεν ξέρω αν μπορείς να ανταπεξέλθεις»
Λέω με επίσης παιχνιδιάρικο τόνο, κάνοντας τον να χαμογελάσει στραβά
«δοκιμάστε με, δεσποινίς Οικονόμου»
Αποκρίνεται χαμηλόφωνα καθώς σκύβει για να με φιλήσει στα χείλη. Νομίζω πως η καρδιά μου θα σπάσει από την χαρά που νιώθω. Δεν ξέρω αν φταίει το κλίμα, πάντως φαίνεται να έχει χαλαρώσει αρκετά απέναντι μου. Μακάρι να κρατήσει αυτό μέχρι το βράδυ.
YOU ARE READING
Τα χρώματα του έρωτα
Non-FictionΗ Δέσποινα είναι μια νέα κοπέλα γεμάτη όνειρα και φιλοδοξίες. Ο στόχος της είναι να σπουδάσει στην καλών τεχνών και να γίνει μια διάσημη ζωγράφος. Με λίγα λόγια η ζωή της είναι απόλυτα ελεγχόμενη και τακτοποιημένη, όμως όλα θα αλλάξουν όταν στην σχο...