Φόβος

547 45 0
                                    

Άγγελος POV

Μέσα σε δύο μέρες έφυγα μια και καλή από τα Γιάννενα. Ένιωθα πως αυτός ο τόπος δεν με χωράει πια. Ίσως το να γυρίσω στην Κρήτη... ήταν μια καλή απόφαση.

Μόλις έχω κατέβει από το αεροπλάνο και βαδίζω προς την έξοδο του αεροδρομίου, σέρνοντας και την βαλίτσα μου μαζί. Στην έξοδο με περιμένει ο θείος μου ο Παύλος μαζί με τον παιδικό μου φίλο τον Κωσταντή
«καλώς ήρθες παιδί μου»
Μου λέει ο θείος μου και αφήνω την βαλίτσα για να τον αγκαλιάσω
«καλώς σας βρήκα»
Μουρμουρίζω και έπειτα ανταλλάσω μια φιλική χειραψία με τον Κωσταντή
«επιτέλους γύρισες πίσω καλλιτέχνη»
Με πειράζει, κάνοντας με να ρουθουνίσω εύθυμα
«πάμε στο σπίτι, ή θεία σου έχει στρώσει ήδη τραπέζι»
Αποκρίνεται ο θείος μου και συγκατανεύω.

Δέσποινας POV

Πέρασαν δύο μέρες και δεν επικοινώνησε καθόλου μαζί μου. Εδώ και δύο μέρες νιώθω λες και είμαι η σκιά του ίδιου μου του εαυτού. Το μόνο που κάνω είναι να ξαπλώνω στο κρεβάτι και να κοιτάζω το παράθυρο. Δεν ξέρω τι μου συμβαίνει, απλά δεν έχω όρεξη για τίποτα. Η μόνη μου παρηγοριά είναι η ζωγραφική.

Αυτή την στιγμή κάθομαι οκλαδόν στο κρεβάτι και ψάχνω τα μηνύματα μου. Και πάλι δεν υπάρχει τίποτα από εκείνον. Αναστενάζω ενώ πέφτω ανάσκελα στο κρεβάτι. Κοιτάζω το ταβάνι λες και αυτό είναι η λύση του προβλήματος μου. Γιατί έφυγες έτσι ρε Άγγελε; Ξαφνικά η πόρτα ανοίγει, αμέσως ανασηκώνομαι στους αγκώνες μου για να δω την μάνα μου να στέκεται στην είσοδο
«αγάπη μου;»
Λέει με στοργικό ύφος
«τι θέλεις μαμά;»
Ρωτάω ενώ ξανά πέφτω πίσω στο στρώμα
«τι έχεις πάθει βρε καρδούλα μου; δύο μέρες τώρα δεν τρως, δεν βγαίνεις έξω, ούτε στην σχολή δεν πας. Τι σου συμβαίνει;»
«τίποτα ρε μάνα»
Απαντάω σχεδόν ψιθυριστά. Δεν έχω όρεξη για κουβέντες και ανακρίσεις. Αρκετό ζόρι τραβάω ήδη
«μήπως έγινε κάτι με το αγόρι σου;»
Αυτόματα σηκώνω το κεφάλι και την κοιτάζω σοκαρισμένη
«και που ξέρεις ότι έχω αγόρι;»
Ρουθουνίζει
«το υπέθεσα, και από ότι φαίνεται... δεν κάνω λάθος»
Ξεφυσάω ενώ παράλληλα κάθομαι ξανά οκλαδόν στο κρεβάτι. Ευτυχώς που δεν ξέρει την αλήθεια. Σιγά σιγά έρχεται και κάθεται δίπλα μου
«μίλησε μου βρε κορίτσι μου, εμείς... συνήθως τα λέγαμε όλα. Τι σου συμβαίνει;»
Η μάνα μου είναι πάντα τόσο ήρεμη και γλυκιά μαζί μου. Με αντιμετωπίζει με κατανόηση, αλλά ξέρω πως αν μάθει για τον Άγγελο... θα την απογοητεύσω. Δεν θα με κοιτάξει ξανά με τον ίδιο στοργικό τρόπο που με κοιτούσε πάντα, το ίδιο και ο πατέρας μου. Τους αγαπώ πολύ και δεν θέλω να τους απογοητεύσω, αλλά έχω σοκαριστεί με όλα αυτά. Μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα γνώρισα έναν τύπο ο οποίος... με έκανε να τον ερωτευτώ. Ναι λοιπόν το παραδέχομαι! Ερωτεύτηκα τον Άγγελο Σταματάκη, έναν άντρα ο οποίος είναι εννιά χρόνια μεγαλύτερος μου, έναν άντρα που έχει χάσει τον εαυτό του. Να πάρει, δεν έπρεπε να τον αφήσω να φύγει!
«μίλησε μου, αγάπη μου»
«όλα πάνε στραβά ρε μαμά»
Κλαψουρίζω και τα μάτια της γουρλώνουν από την έκπληξη
«γιατί βρε κορίτσι μου; συνέβη κάτι με την σχολή σου;»
«όχι ρε μαμά, δεν έχει να κάνει με την σχολή»
Κατσουφιάζει
«ε τότε έχεις σχέση, δεν εξηγείται αλλιώς!»
Λέει ενώ με κοιτάζει αινιγματικά, προσπαθώντας να με καταλάβει. Χωρίς να το πολύ σκεφτώ, χώνομαι στην αγκαλιά της, ακουμπώντας το κεφάλι μου στον ώμο της
«είμαι πολύ ερωτευμένη μαμά. Αλλά βρίσκομαι σε αδιέξοδο, δεν ξέρω ποιο είναι το σωστό»
Ψελλίζω ενώ νιώθω τα μάτια μου να τσούζουν από τα δάκρυα που δεν έχουν κυλήσει ακόμη
«σσσς, ησύχασε κορίτσι μου. Ησύχασε, όλα καλά θα πάνε»
Λέει και παράλληλα μου χαϊδεύει τρυφερά την πλάτη. Ω μαμά! Νομίζω πως θέλω να φύγω, να τρέξω να τον βρω. Είναι χαζές οι σκέψεις μου, όμως αυτή είναι η επιθυμία μου. Αυτό θέλω περισσότερο από όλα! Κλείνω τα μάτια και αφήνω τον εαυτό μου να ηρεμήσει στην αγκαλιά της μάνας μου. Δεν έπρεπε να με αφήσεις... όχι τώρα! Τώρα που είχε αρχίσει να χτίζεται κάτι όμορφο ανάμεσα μας. Ξαφνικά ακούγεται το τηλέφωνο μου. Σίγουρα θα είναι μήνυμα από την Αναστασία. Της είπα ότι δεν έχω όρεξη να βγω, αλλά αυτή επιμένει. Ανακάθομαι για να πάρω το κινητό μου από την άκρη του κρεβατιού. Το ανοίγω και διαβάζω το μήνυμα της.

Αναστασία:
Πρέπει να σου μιλήσω! Υπάρχει μεγάλη περίπτωση ο πατέρας σου να έμαθε για εσένα και τον Άγγελο. Έλα από το σπίτι μου, τώρα!

Μένω κοκαλωμένη για μερικά λεπτά, διαβάζοντας ξανά και ξανά το μήνυμα της. Τι εννοεί τώρα με αυτό; Πως είναι δυνατόν να έμαθε ο πατέρας μου; αφού... αφού ήμασταν πολύ προσεκτικοί
«Δέσποινα, όλα καλά;»
Η φωνή της μάνας μου είναι κάτι σαν αφύπνιση. Πετάγομαι από το κρεβάτι και πηγαίνω στην ντουλάπα για να αλλάξω ρούχα
«κορίτσι μου, τι κάνεις;»
«θα βγω»
Της λέω ξερά. Μόλις αλλάζω ρούχα, φεύγω τρέχοντας από το δωμάτιο
«Δέσποινα; περίμενε παιδί μου!»
Αν όντως ξέρει κάτι ο πατέρας μου... τότε αυτό εξηγεί πολλά.

Τα χρώματα του έρωταWhere stories live. Discover now