«χμμ, πολύ καλό Δέσποινα. Αν συνεχίσεις έτσι... σε βλέπω να δηλώνεις συμμετοχή στον διαγωνισμό μας»
Λέει η καθηγήτρια μου, κάνοντας με να νιώσω χαρά. Περίμενα χρόνια για να ακούσω μια καλή κουβέντα από την κυρία Δημητρίου. Ομολογώ πως είναι πολύ αυστηρή με την δουλειά της, αλλά αυτό είναι που την κάνει σωστό επαγγελματία
«εντάξει, τελειώσαμε για σήμερα. Μπορείτε να πηγαίνετε»
Μας ανακοινώνει και αμέσως αρχίζουμε να μαζεύουμε τα πράγματα μας. Κρεμάω τον σάκο στον ώμο μου ενώ παράλληλα κοιτάζω τον πίνακα μου. Ομολογώ πως μου αρέσει πολύ. Πρόκειται για κάτι απλό, ένα μπολ με φρούτα πάνω σε ένα τραπέζι. Τα χρώματα είναι σκοτεινά, όχι πολύ ζωηρά. Θα ήθελα να πάω αυτόν τον πίνακα στην μάνα μου ως δώρο, άλλωστε σε μερικές μέρες πλησιάζουν τα γενέθλια της
«Δέσποινα!»
Η φωνή του Ανδρέα με βγάζει από τις σκέψεις μου. Αμέσως σηκώνω το κεφάλι και τον βλέπω να στέκεται δίπλα μου και να χαμογελάει
«τελείωσες;»
«ναι, εσύ;»
«και εγώ. Θέλεις μήπως να σε πάω στο σπίτι σου;»
Μου προτείνει και γνέφω καταφατικά
«φυσικά! Σ'ευχαριστώ...»
Λέω χαμογελώντας και μου το ανταποδίδει. Δυστυχώς σήμερα λείπει η κολλητή μου η Αναστασία, οπότε θα "ανεχτώ" την παρέα του Ανδρέα
«απλώς δώσε μου ένα λεπτό»
«όσα θέλεις»
Αποκρίνεται και με ένα τελευταίο χαμόγελο βαδίζω προς το μέρος της καθηγήτριας
«κυρία Δημητρίου;»
«ναι Δέσποινα»
«μήπως γίνεται να... να πάρω τον πίνακα μαζί μου; θέλω να το κάνω δώρο σε κάποιον»
Συνήθως δεν παίρνω τους πίνακες που ζωγραφίζω μαζί μου. Οι περισσότεροι αυτό κάνουν, όμως εγώ δεν το θέλω, επειδή τα σχέδια που κάνουμε εδώ μέσα είναι πολύ απλά για τα γούστα μου. Την παρακολουθώ να χαμογελάει ζεστά, χωρίς ίχνος ειρωνείας
«φυσικά γλυκιά μου. Στο κάτω κάτω εσύ τον ζωγράφισες, άρα σου ανήκει»
Τα λόγια της με κάνουν να χαμογελάσω. Αμέσως επιστρέφω στην προηγούμενη θέση μου και πολύ προσεκτικά παίρνω τον πίνακα στα χέρια μου
«μήπως χρειάζεσαι βοήθεια με αυτό;»
Με ρωτάει ο Ανδρέας
«εάν μπορείς»
Λέω και αμέσως το παίρνει στα χέρια του. Πανεύκολο φαίνεται για αυτόν
«πάμε;»
Με ρωτάει έχοντας ένα θριαμβευτικό χαμόγελο στα χείλη του. Ρουθουνίζω
«είσαι ο ήρωας μου»
Λέω και βαδίζουμε μαζί προς την έξοδο.«μαμά;»
Φωνάζω καθώς μπαίνω μέσα στο σπίτι. Η μυρωδιά του φαγητού τρυπάει τα ρουθούνια μου, κάνοντας με να κλείσω τα μάτια. Απόλαυση! Προχωράω στην κουζίνα και όπως κάθε μέρα βλέπω την μάνα μου να μαγειρεύει
«αμάν βρε μαμά, όλη την ημέρα στην κουζίνα»
Λέω καθώς την πλησιάζω για να την φιλήσω στο μάγουλο. Χαμογελάει
«έτσι είναι αγάπη μου! Εγώ στην κουζίνα και ο πατέρας σου έξω για τα τσίπουρα»
«έχετε γίνει και οι δύο εργασιομανής, το έχετε καταλάβει;»
Την πειράζω, αλλά ως συνήθως... η μαμά μου τα παίρνει στα σοβαρά
«έτσι αισθάνεσαι κορίτσι μου;»
Με ρωτάει και σκάω ένα γελάκι
«όχι βρε μαμά μου, απλώς σε πειράζω»
Λέω και την παρακολουθώ να στριφογυρίζει τα μάτια της. Η αλήθεια είναι πως δεν έχω παράπονο από τους γονείς μου. Από παλιά είχαν συνεχώς την προσοχή τους πάνω μου, ακόμη και τώρα που δουλεύουν τόσο πολύ επιμένουν να με προσέχουν. Άλλωστε αυτός είναι ο ρόλος του γονιού προς το παιδί του, άσε που είμαι και μοναχοκόρη. Νομίζω πως ειδικά το τελευταίο τα λέει όλα. Ξαφνικά ακούγεται η πόρτα
«ορίστε, ήρθε ο πατερούλης σου»
Λέει αδιάφορα η μάνα μου καθώς έχει στρέψει όλη της την προσοχή στο φαγητό που μαγειρεύει
«χαιρετώ τις πιο όμορφες γυναίκες του κόσμου!»
Αναφωνεί ο πατέρας την στιγμή που μπαίνει μέσα στην κουζίνα
«μπαμπάκα μου!»
Αποκρίνομαι γεμάτη χαρά και χώνομαι στην αγκαλιά του, κάνοντας τον να γελάσει
«εμ βέβαια! οι αδυναμίες δεν κρύβονται»
Μας πειράζει η μάνα μου, κάνοντας μας να γελάσουμε
«έλα κυρά Ελένη, μην γκρινιάζεις»
Ο πατέρας μου συνεχίζει το παιχνίδι και αυτό όπως πάντα κάνει την μαμά να γελάει και να τον τσιμπάει στην κοιλιά. Τους λατρεύω όταν συμπεριφέρονται έτσι, λες και είναι μικρά παιδιά. Ξαφνικά ακούγεται το τηλέφωνο μου. Αμέσως το βγάζω από την τσέπη μου και κοιτάζω την οθόνη.Αναστασία:
Συνάντηση σε δύο ώρες στην καφετέρια της πλατείας. Μην αργήσεις!Το μήνυμα της με κάνει να ρουθουνίσω
«αντε, θα φάμε;»
Τους ρωτάω και αμέσως σταματάνε τα πειράγματα για να με κοιτάξουν
«σε λίγο θα είναι έτοιμο»
Απαντάει η μητέρα μου και μετά επιστρέφει στην κουζίνα της
«γιατί τόση βιασύνη στα ξαφνικά νεαρή;»
«θα βγω με τα παιδιά, οπότε πρέπει να βιαστώ»
Λέω καθώς τον πλησιάζω και του δίνω ένα φιλί στο μάγουλο
«εμ βέβαια, μην κάτσεις ένα απόγευμα στο σπίτι σου!»
Γκρινιάζει η μαμά, κάνοντας με να στριφογυρίσω τα μάτια μου
«μην την ακούς»
Μου ψιθυρίζει ο μπαμπάς και του χαμογελάω συνωμοτικά
«τέλος πάντων, όταν γίνει το φαγητό φωνάξτε με»
Λέω και έπειτα βαδίζω προς την αποθήκη του σπιτιού. Κλείνω την πόρτα και κάθομαι στην ξύλινη καρέκλα για να συνεχίσω το χθεσινό μου σχέδιο. Αλλά ξαφνικά ακούγεται το τηλέφωνο μου. Το βγάζω από την τσέπη μου και μόλις βλέπω το όνομα του να αναγράφεται στην οθόνη αισθάνομαι την χαρά να με κατακλύζει. Το σηκώνω
«ναι;»
«έλα μωράκι μου, τι κάνεις;»
«δημιουργώ, εσύ;»
Λέω και τον ακούω να ρουθουνίζει από την άλλη γραμμή
«όπως πάντα βρίσκεσαι κλεισμένη μέσα στην τέχνη σου....»
Τα λόγια του με κάνουν να χαχανίσω
«θα βρεθούμε μετά;»
«έχω κανονίσει με τα παιδιά, αν θέλεις μπορείς να έρθεις»
Του λέω πειραχτικά, κάνοντας τον να γελάσει
«ξεχνάς ότι βρισκόμαστε στην ίδια παρέα, έτσι;»
Αντιγυρίζει επίσης πειραχτικά. Ασυναίσθητα ένα γλυκό χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη μου
«όχι μωρό μου... δεν το ξεχνάω....»
Αποκρίνομαι χαμηλόφωνα και σχεδόν νιώθω το χαμόγελο του από την άλλη γραμμή
«τέλος πάντων, πρέπει να κλείσω. Θα τα πούμε μετά»
Λέω βιαστικά και του το κλείνω. Είμαι τόσο μα τόσο ευτυχισμένη! Από τότε που τον γνώρισα έχουν αλλάξει πολλά στην ζωή μου, με έχει κάνει να καταλάβω τι πραγματικά σημαίνει έρωτας. Να θέλεις τον άλλον κάθε ώρα και λεπτό. Μετράω ήδη τις ώρες για να τον δω.
YOU ARE READING
Τα χρώματα του έρωτα
Non-FictionΗ Δέσποινα είναι μια νέα κοπέλα γεμάτη όνειρα και φιλοδοξίες. Ο στόχος της είναι να σπουδάσει στην καλών τεχνών και να γίνει μια διάσημη ζωγράφος. Με λίγα λόγια η ζωή της είναι απόλυτα ελεγχόμενη και τακτοποιημένη, όμως όλα θα αλλάξουν όταν στην σχο...