Δείπνο

982 79 1
                                    

Όλο το βράδυ δεν μπόρεσα να κοιμηθώ. Η εικόνα του ήταν συνέχεια μέσα στο μυαλό μου, τα πράσινα μάτια του που κρύβονται κάτω από τις σκούρες βλεφαρίδες του, τα σαρκώδη χείλη του, το αξύριστο πρόσωπο του. Όσο τα σκεφτόμουν όλα αυτά, παράλληλα τον σχεδίαζα πάνω σε μια κόλλα χαρτί. Όποτε τον ζωγραφίζω νιώθω σαν να τον έχω κοντά μου, σαν να κάθεται δίπλα μου και να με παρατηρεί. Όπως εκείνη την ημέρα!

Το πρωί έχει έρθει και εγώ στέκομαι μπροστά από τον καθρέφτη του μπάνιου, να κοιτάζω το είδωλο μου. Έχω ένα παράξενο προαίσθημα για σήμερα. Δεν ξέρω αν ακούσω κάτι καλό ή κάτι άσχημο... ελπίζω να μην είναι το δεύτερο
«Δέσποινα έλα! πρωινό!»
Με φωνάζει η μάνα μου. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και βγαίνω από το μπάνιο
«φεύγω»
Της ανακοινώνω καθώς παίρνω την τσάντα μου από τον καναπέ και φεύγω με γρήγορα βήματα από το σπίτι.

Όταν φτάνω στην σχολή, νιώθω ένα δυνατό σφίξιμο στο στομάχι μου. Δεν ξέρω πως θα τον αντιμετωπίσω τώρα, δεν έχω ιδέα τι θέλει να μου πει. Ξαφνικά πέφτω πάνω σε ένα δυνατό σώμα. Να πάρει!
«συγγνώμη, είμαι τελείως απρόσεκτη. Με συγχω-»
Η πρόταση μου κόβεται καθώς αντικρίζω το πρόσωπο του
«δεν πειράζει, Δέσποινα...»
Λέει έχοντας ένα στραβό χαμόγελο στο πρόσωπο του. Με αφοπλίζει με αυτό το χαμόγελο
«καλημέρα»
Προσθέτει και έπειτα μπαίνει μέσα. Μένω για μερικά λεπτά ακίνητη στην θέση μου, έχοντας ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη μου. Νομίζω πως αυτό είναι καλό σημάδι. Μπαίνω σχεδόν χοροπηδώντας μέσα στο κτίριο. Ανυπομονώ ήδη να τελειώσει το μάθημα! Πιστεύω πως ο κύριος Σταματάκης έχει πολλά να μου πει.

Μόλις τελειώνει το μάθημα, αρχίζω να μαζεύω τα πράγματα μου
«να σου πω, πάμε για κανένα καφέ;»
Με ρωτάει ξαφνικά η Αναστασία
«δεν μπορώ, έχω κανονίσει»
Απαντάω ενώ την κοιτάζω όλο νόημα. Φυσικά καταλαβαίνει αμέσως τι εννοώ και μου ρίχνει ένα πονηρό χαμόγελο
«μόλις ξεμπερδέψεις πάρε με αμέσως τηλέφωνο, η στείλε μήνυμα»
«εντάξει»
Απαντάω μουρμουριστά ενώ την παρακολουθώ να κρεμάει την τσάντα στον ώμο της
«καλή συνέχεια, κύριε καθηγητά»
Λέει και έπειτα φεύγει από την αίθουσα
«καλή συνέχεια»
Τον ακούω να λέει, εντελώς αφηρημένα. Πλέον η αίθουσα έχει αδειάσει εντελώς. Οπότε αυτή είναι η ευκαιρία μου. Κρεμάω την τσάντα στον ώμο μου και βαδίζω προς το μέρος του
«Άγγελε;»
Ψελλίζω και αμέσως ισιώνει το κορμί του
«περίμενε λίγο»
Λέει και τον παρακολουθώ να περπατά προς την πόρτα για να την κλείσει. Η καρδιά μου αρχίζει να χτυπάει δυνατά καθώς η αγωνία μου έχει φτάσει στο ζενίθ της. Τον βλέπω να ακουμπάει την πλάτη του στο ξύλο, με τα χέρια στις τσέπες του παντελονιού του, και το βλέμμα του να καρφωμένο σε μένα. Αυτό με ανησυχεί λιγάκι. Σκέφτομαι να του μιλήσω, αλλά δεν ξέρω τι ακριβώς πρέπει να του πω. Δεν ξέρω καν τι σκέφτεται!
«θέλω.... να σου κάνω μια πρόταση»
Λέει ενώ αρχίζει να με πλησιάζει. Ξεροκαταπίνω
«σε ακούω»
Η φωνή μου ακούγεται τραχιά, φοβισμένη. Πρέπει να χαλαρώσω! Τώρα στέκεται μπροστά μου, με το κορμί του να εκπέμπει σιγουριά, ασφάλεια. Τον κοιτάζω μέσα στα μάτια και νιώθω ότι με κυριεύει. Είναι απίστευτη η επίδραση που έχει αυτός ο άντρας επάνω μου
«θέλεις να έρθεις απόψε το βράδυ στο σπίτι μου για φαγητό;»
Αυτό και αν είναι ευχάριστη έκπληξη!
«ναι! ναι, θέλω!»
Δεν μπορώ να συγκρατήσω το πλατύ μου χαμόγελο. Πετάω από την χαρά μου!
«ωραία. Θα σε περιμένω στις οκτώ»
«ωραία»
Αποκρίνομαι χαμηλόφωνα, αλλά κανείς μας δεν κινείται. Μένουμε στις θέσεις μας και μοιραζόμαστε έντονα βλέμματα. Είναι βάλσαμο για εμένα να τον κοιτάζω χωρίς να τον αγγίζω. Σκύβω και του δίνω ένα φιλί στην γωνία του στόματος του
«τα λέμε»
Μουρμουρίζω και έπειτα φεύγω από την αίθουσα. Αμέσως βγάζω το τηλέφωνο από την τσέπη μου και πληκτρολογώ ένα γρήγορο μήνυμα στην Αναστασία.

Τα χρώματα του έρωταWhere stories live. Discover now