Ο κρυος ιδρωτας ετρεχε ακαταπαυστα στο προσωπο μου και η ταχυπαλμια αντηχουσε εκνευριστικα στα αυτια μου. Μετα απο εναν ακομη εφιαλτη σηκωθηκα απο το αβολο κρεβατι μου και προχωρησα προς το μπανιο. Επλυνα βιαστικα το προσωπο μου και στη συνεχεια τα δοντια μου.
Επρεπε με καθε τροπο να βγαλω αυτον τον εφιαλτη απο το νου μου. Ή μαλλον αυτην την τρομερη, οδυνηρη αναμνηση. Αν δεν το εκανα συντομα, το ηξερα θα τρελαινομουν.
Flashback.
Επαιζα με τα αυτοκινητακια του μικρου μου αδερφου για να σταματησω να βαριεμαι. Εκεινος εκλαιγε ασταματητα και οι διαπεραστικες τσιριδες του ηταν εγκλωβισμενες μεσα στο αυτοκινητο του μπαμπα. Η μαμα ξεφυσηξε κουρασμενη και γυρισε να με κοιταξει.
"Αμαρυλλις σταματα να πειραζεις τον αδερφο σου σε παρακαλω", ικετευσε η μαμα μου και μου χαμογελασε. Εγω αφησα αμεσως τα ηλιθια αυτοκινητακια στον αδερφο μου και κοιταξα εξω απο το παραθυρο. Πολλα δεντρα, ψηλα και πρασινα ερχονταν μαζι μας στο ταξιδι. Πηγαιναν πολυ γρηγορα και δεν μπορουσα να τα ξεχωρισω.
Ηθελα και εγω να τρεχω τοσο γρηγορα, να χανομαι αναμεσα στα δεντρα και στα μεγαλα σπιτια. Μου αρεσει να τρεχω, να πηδαω, να σκαρφαλωνω.
"Αλεξη, προσεχε!", ακουω τη φωνη της μαμας μου και γυρνω αμεσως το βλεμμα μου. Ενα μεγαλο φορτηγο βρισκοταν μπροστα μας και ο μπαμπας εστριψε το τιμονι αποτομα. Θυμαμαι τον Γιωργο να οριεται, τη μαμα να μας χαμογελαει και τον μπαμπα να στριβει το τιμονι αποτομα. Ο μπαμπας και η μαμα πεταξαν μπροστα στο γυαλι και ο Γιωργακης λερωθηκε με πολυ αιμα καθως ενα δεντρο ειχε μπει μεσα στο αμαξι.
End of flashback.
Σκουπιζω βιαστικα τα ματια μου και κουνω το κεφαλι μου, προσπαθωντας να βγαλω απο το μυαλο μου τις ασχημες αναμνησεις απο το τελος των αγαπημενων μου προσωπων. Ανεβαινω τις σκαλες, και βρισκομαι στο ισογειο βλεποντας τον Αρη, τον Ηλια και την Ελλη να πινουν καφε και να τσακωνονται.
"Καλα ξυπνητουρια", λεει ο Αρης καθως περιεργαζεται το σωμα μου εξεταστικα. Εγω τον αγνοω και σπευδω να βαλω ζεστο καφε για να ξυπνησω.
"Αγορασαμε καφετιερα γαλλικου;", ρωταω γεματη απορια καθως επεξεργαζομαι την μαυρη, γρατζουνισμενη συσκευη.
"Μπορεις να το πεις και ετσι", απανταει η Ελλη μασουλωντας ενα κουλουρι.
"Ρε γαμωτο δεν ειπαμε θα τα κοψουμε αυτα;", ρωταω εμφανως εκνευρισμενη απο την προσφατη κλοπη τους. Οι συνηθειες δεν κοβονται ευκολα.
Κοιτω εξω απο το μισοσπασμενο παραθυρο και βλεπω οτι ο ηλιος ελαμπε. Ηταν μεγαλη ευκαιρια να ξεχυθω επιτελους στους δρομους της μεγαλουπολης και να εξερευνησω για αλλη μια φορα καθε εκατοστο της.
"Ει Ηλια, παμε μια κοντρα;", προκαλω τον καλυτερο μου φιλο και εκεινος αμεσως πεταγεται ορθιος. Το ηξερα οτι δεν μπορει να αντισταθει στις προκλησεις μου.
"Μεσα, βαλε παπουτσια και φυγαμε!", αναφωνει ενθουσιασμενος και χανεται απο το οπτικο μου πεδιο. Εγω βαζω αμεσως τα ταλαιπωρημενα αθλητικα μου και μια μαυρη ζακετα και βγαινω εξω απο το ερρειπωμενο σπιτι που εχει γινει το καταφυγιο μου εδω και τεσσερα χρονια.
"Προσεξτε μην βρειτε κανενα μπελα! Αυτο μας ελειπε τωρα να σας βγαζουμε απο το κρατητηριο!", φωναζει απο πισω μας ο Αρης, ο αρχηγος του σπιτου. Παντα με εκνευριζε το στυλακι του. Νομιζει πως αυτος εξουσιαζει τις ζωες μας και πως μπορει να μας κανει ο,τι θελει. Ξεφυσω νευριασμενα και ο Ηλιας μου τριβει φιλικα τον ωμο.
"Αστο Αμαρυλλις, δεν μπορεις να κανεις κατι", μου λεει και ξεκινα να τρεχει παιρνοντας προβαδισμα. Ηξερα καλα πως δεν μπορουσα να ξεφυγω απο τον Αρη. Αν τον εγκατελειπα θα με κυνηγουσε μεχρι θανατου.
Σφιγγω την κουκουλα μου και ξεκινω να τρεχω, ακολουθωντας την πορεια του Ηλια. Βγαινουμε απο τον κανονικο δρομο και σκαρφαλωνουμε σε ενα εγκαταλειλημενο παρκινγκ. Ο Ηλιας μου κανει νοημα να σταματησω.
"Θες να κανουμε πιο πικαντικη την κοντρα;", μουρμουριζει λαχανιασμενος και εγω νευω. Παντα μου αρεσε να προκαλω συγχυση σε αυτην την πολη. Ολοι λειτουργουν σαν ρομποτακια, αναισθητοι και παγεροι. Καιρος να ταραξουμε λιγο τα νερα.
"Κατευθυνομαστε στο κεντρο και οποιος κανει τις περισσοτερες μικροζημιες κερδιζει. Διακριτικα ομως, μην μας πιασουν", εξηγει το σχεδιο και εγω χαμογελαω πονηρα.
"Εγινε", λεω και αμεσως πηδαω στο απεναντι μπαλκονι οπου οδηγουσε στην αρχη της μεγαλης πλακωστρωτης πλατειας.
Ο Ηλιας γελουσε απο πισω μου και εκανε κολπα στον αερα, για να κερδισει την προσοχη των περαστικων. Εγω βλεπω μπροστα μου ενα μαγαζι με ποδηλατα και αμεσως μου καρφωνεται ιδεα. Πλησιαζω οσο πιο γρηγορα μπορω πανω στα ποδηλατα και με μια κινηση τα ριχνω ολα κατω και καθως τα αφηνω πισω μου, ακουω τον ιδιοκτητη να.βλασφημα και να με καταριεται. Ω, αυτο θα εχει πολυ πλακα.

VOUS LISEZ
Μπάτσοι Γουρούνια!(Ολοκληρωμενη)
Roman pour AdolescentsΕχοντας ενα ασχημο παρελθον, παραδομενη στην παραβατικοτητα και τις επικινδυνες παρεες, η Αμαρρυλις πεφτει στα διχτυα του...νομου. Τι θα γινει οταν απο ενα μονο βλεμμα μπλεξει σε περισσοτερους μπελαδες;