ΑΝΤΡΕΑ
Καθόμουν και άκουγα τον πατέρα μου να μιλάει για εμένα, σαν να μη βρισκόμουν μπροστά. Τον είχα συνηθίσει πια και αυτόν και τα παράπονα του. Ποτέ και με τίποτα δεν ήταν ευχαριστημένος. Πάντα εκείνος ήταν αυτός που είχε δίκιο, όλοι οι υπόλοιποι, μπροστά του ήταν απλά ανθρωπάκια που δεν ήξεραν τίποτα. Επέμενε εδώ και χρόνια να επιστρέψω πίσω, η δουλεία μου για εκείνον ήταν απλά ένα χόμπι. Πολλές φορές όταν μαλώναμε, μου έλεγε ότι δεν με είχε μεγαλώσει και σπουδάσει για να γίνω φωτογράφος. Τα όνειρα που είχε κάνει για εμένα ήταν να ακολουθήσω το δικό του επάγγελμα και του παππού μου... από πολύ μικρή ηλικία με προετοίμαζε για αυτό, υποχρεώνοντας με, να μάθω τέσσερις ξένες γλώσσες και κλείνοντας με από πολύ νωρίς σε ιδιωτικό κολέγιο που υποτίθεται ότι θα μου μάθαιναν ότι χρειαζόμουν για να μπορέσω να βγω μια μέρα στον έξω κόσμο σωστός άνθρωπος.
Όποτε βρισκόμουν στο σπίτι, ποτέ δεν άκουγα λόγια αγάπης, ούτε από την υποτιθέμενη μητέρα μου αλλά ούτε από εκείνον. Ήταν σκληρός και λιγομίλητος αλλά ήξερα ότι με αγαπούσε κατά βάθος. Πάντα προσπαθούσα να είμαι άριστος μαθητής, τέλειος αθλητής και φυσικά υποδειγματικός γιος. Όλοι οι έπαινοι και τα βραβεία ήταν για εκείνον, του είχα αδυναμία και ήθελα να βλέπω στο βλέμμα του και κάτι άλλο εκτός από απλή συγκατάβαση... αυτό βέβαια ήταν κάτι που ο Μάουρο Καναβάρο το θεωρούσε περιττό.
Τον περισσότερο καιρό έλειπε λόγο δουλειάς και συναντιόμασταν σπάνια, συνήθως τις γιορτές όταν επέστρεφα στο σπίτι και τύχαινε να είναι και εκείνος εκεί. Πολλές φορές ένιωθα ότι με απέφευγε... το ίδιο και η μητέρα μου. Ευτυχώς υπήρχε η Κάρλα και η Νίνα. Αναρωτιόμουν τι ήταν αυτό που έκανα λάθος και ζήλευα τον Αντόνιο για την σχέση που είχε με τους δικούς του. Τα χρόνια περνούσαν χωρίς να αλλάζει κάτι ώσπου κάποια στιγμή στα δεκατέσσερα μου, η υποτιθέμενη μητέρα μου Πάολα, μου αποκάλυψε ότι δεν ήμουν δικός της γιος, αλλά το μπάσταρδο του άντρα της. Το σοκ που ένιωσα ήταν μεγάλο, έχασα τον κόσμο κάτω από τα πόδια μου και για λίγο νόμιζα ότι μου έκαναν πλάκα. Κλείστηκα στον εαυτό μου και με τον μόνο που μιλούσα ήταν ο Αντόνιο.
Όσο περνούσε ο καιρός το δούλευα μέσα μου και κάποια στιγμή αποφάσισα ότι όλο αυτό δεν άξιζε. Μίσησα την πραγματική μου μητέρα, όπως και την θετή μου. Καμία δεν άξιζε τα δάκρυα μου... και καμία γυναίκα δεν θα κατάφερνε να με κάνει να λυγήσω ξανά. Αν όλοι οι γύρω μου, με απαρνιόντουσαν θα έκανα και εγώ το ίδιο. Θα σκεφτόμουν μόνο τον εαυτό μου και δε θα λογάριαζα κανέναν, εκτός από κάποιες εξαιρέσεις. Με την μοναξιά μου, βρήκα διέξοδο στην φωτογραφία. Οι ώρες που περνούσα πίσω από την φωτογραφική μηχανή ήταν για εμένα αποκαλυπτικές... άλλα παιδιά αν έπαιρναν μια μηχανή στα χέρια τους θα άρχιζαν να τραβάνε φωτογραφίες πράγματα που υπήρχαν γύρω τους... εγώ όχι! Οι δικές μου φωτογραφίες, θύμιζαν πίνακες ζωγραφικής. Πάντα περίμενα την κατάλληλη στιγμή, το κατάλληλο φως... είχα πολύ υπομονή, ίσως γιατί ήθελα να μένω μόνος, όσο περισσότερο μπορούσα.
VOCÊ ESTÁ LENDO
Μια Φωτογραφία μόνο...
RomanceΈλενα Ιωάννου και Αντρέα Καναβάρο. Εκείνη Δασκάλα... εκείνος Φωτογράφος... Εκείνη στην Αθήνα... εκείνος κάπου μεταξύ Λονδίνου Ρώμης και Τοσκάνης... Εκείνη οκτώ χρόνια με τον ίδιο άντρα ενώ εκείνος απελευθερωμένος και σεξουαλικά ενεργός σε υπερθετ...