κεφάλαιο 73

8.6K 998 56
                                    



ΑΝΤΡΕΑ

Όσο και αν προσπαθούσα να βολευτώ στην καρέκλα του νοσοκομείου, μου ήταν πολύ δύσκολο. Άνοιξα τα μάτια μου και κοίταξα την ώρα, ήταν σχεδόν έξι το πρωί. Τεντώθηκα για να ξεπιαστώ και κοίταξα στην απέναντι πολυθρόνα την Κάρλα. Εκείνη δεν έδειχνε να έχει πρόβλημα, ήταν μικροσκοπική και φαινόταν πως βολευόταν μια χαρά. Σίγουρα θα είχε ανάγκη από ξεκούραση και ύπνο, αλλά δεν έλεγε τίποτα. Σηκώθηκα όρθιος και άρχισα να περπατάω πέρα δώθε στον διάδρομο για να αρχίσει το αίμα να κυλάει πάλι κανονικά στο σώμα μου. Έπιασα το κινητό από την τσέπη μου και προσπάθησα να το ανοίξω, δεν ήξερα τι περίμενα, χθες πάνω στο τρέξιμο είχα ξεχάσει να πάρω τον φορτιστή μου μαζί και το κατάλαβα μόνο αργά το βράδυ όταν θυμήθηκα να το φορτίσω. Σήμερα θα έπρεπε να στείλω κάποιον να μου αγοράσει έναν... δεν μπορούσα να το κάνω εγώ ο ίδιος γιατί είχα δώσει την υπόσχεση στον εαυτό μου, ότι δεν θα έφευγα από κοντά του εάν δεν συνερχόταν.

«Τι έπαθες αγόρι μου και πηγαινοέρχεσαι;» η Κάρλα τεντωνόταν και μου μιλούσε ανάμεσα από τα χασμουρητά της.

«Τίποτα δεν έπαθα, απλά περπατάω λίγο για να ξεμουδιάσω.»

«Καλά κάνεις, εσύ είσαι δύο μέτρα άντρας δεν γίνετε να κοιμάσαι σε δύο καρέκλες! Να πας στο σπίτι να ξαπλώσεις, να κάνεις ένα μπάνιο και έλα ξανά αργότερα... θα μείνω εγώ με τον πατέρα σου.»

«Λοιπόν Κάρλα μου, μέσα στο μυαλό μου είσαι! Αυτό ακριβώς σκεφτόμουν να σου προτείνω. Να πας σπίτι να ξεκουραστείς και να έρθεις αργότερα.»

«Τι λες τώρα Αντρέα; Δεν φεύγω!»

Για αρκετή ώρα ήταν ανένδοτη, δεν μπορούσα να την μεταπείσω με τίποτα. Κατά κάποιον τρόπο ένιωθε υπεύθυνη για αυτό που είχε συμβεί. Επέμενε ότι έπρεπε να είχε ειδοποιήσει τον γιατρό, όταν ο πατέρας μου άρχισε να νιώθει τις πρώτες αδιαθεσίες. Για να την καταφέρω επιστράτευσα την αδυναμία που μου είχε και της είπα ότι μου είχε λείψει το φαγητό από τα χεράκια της. Την έπεισα να πάει τελικά σπίτι και να επιστρέψει νωρίς το απόγευμα, φέρνοντας μου σπιτικό φαγητό και έναν φορτιστή. Βέβαια, η καλή αυτή γυναίκα δεν άφηνε τίποτα στην τύχη. Μισή ώρα αφού έφυγε, ήρθε και με βρήκε ένας πιτσιρικάς με ένα μικρό κουτί. Μου είπε ότι δούλευε σε ένα μαγαζί με είδη κινητής τηλεφωνίας και πως μια κυρία είχε αγοράσει αυτό και τον είχε παρακαλέσει να μου το φέρει. Ο νεαρός έφυγε και εγώ αμέσως έψαξα για πρίζα. Ήθελα να μιλήσω με την Έλενα... να άκουγα πως ήταν καλά και να της έλεγα τι είχε συμβεί. Την χρειαζόμουν, ήθελα να την ακούσω να με καθησυχάζει και να μου λέει πως όλα θα πήγαιναν καλά.

Μια Φωτογραφία μόνο...Donde viven las historias. Descúbrelo ahora