Έλενα Ιωάννου και Αντρέα Καναβάρο.
Εκείνη Δασκάλα... εκείνος Φωτογράφος...
Εκείνη στην Αθήνα... εκείνος κάπου μεταξύ Λονδίνου Ρώμης και Τοσκάνης...
Εκείνη οκτώ χρόνια με τον ίδιο άντρα ενώ εκείνος απελευθερωμένος και σεξουαλικά ενεργός σε υπερθετ...
¡Ay! Esta imagen no sigue nuestras pautas de contenido. Para continuar la publicación, intente quitarla o subir otra.
ΕΛΕΝΑ
Τον παρακολουθούσα να φεύγει και ένιωθα να μη μπορώ να πάρω ανάσα... η τελευταία του φράση, ηχούσε μέσα στο μυαλό μου και ήμουν έτοιμη να λιποθυμήσω, ένιωσα τα γόνατα μου να λυγίζουν... σαν από μηχανής Θεός, λίγο πριν καταρρεύσω εμφανίστηκε δίπλα μου η Αλίκη. Κρατήθηκα πάνω της προσπαθώντας να ανασάνω...
«Τι έγινε καλέ; Σας έβλεπα και δεν μου φανήκατε πολύ καλά...»
«Με... με χώρισε οριστικά.» πήρα βαθιά ανάσα και της ζήτησα να με καλύψει στον διευθυντή, να του έλεγε ότι αρρώστησα ξαφνικά και δεν μπορούσα να μείνω άλλο. Την περίμενα για λίγα λεπτά και αφού μου έφερε τα πράγματα μου, μπήκα σε ένα ταξί και επέστρεψα σπίτι. Ένιωθα άδεια, το κενό μέσα μου μεγάλωνε και σε λίγο θα με κατάπινε ολόκληρη, αλλιώς ήταν να νιώθω τον χωρισμό μας να πλησιάζει και αλλιώς να τον ζω... τι θα έκανα χωρίς εκείνον, πως θα ζούσα; Ήμασταν μόνο λίγους μήνες μαζί και ήταν σαν να τον ήξερα χρόνια.
Έβγαλα τα ρούχα μου και μπήκα στην μπανιέρα με τα εσώρουχα, άφησα το νερό να τρέξει πάνω μου με ορμή, ο ήχος του με έκλεισε μέσα σε ένα ασφαλές κουκούλι και οι σκέψεις μου άρχισαν να κατακλύζονται από ευτυχισμένες στιγμές που είχαμε περάσει μαζί... στιγμές που είχαν τελειώσει και δυστυχώς δεν θα ζούσαμε ξανά.
Κάποια στιγμή ένιωσα να κρυώνω, είχα ανατριχιάσει ολόκληρη... το νερό είχε παγώσει και εγώ καθόμουν χωρίς να με νοιάζει. Μετά το πρώτο φτέρνισμα, σηκώθηκα με αργές κινήσεις και γδύθηκα τελείως. Πήρα το μπουρνούζι μου από την κρεμάστρα και τυλίχθηκα... ξάπλωσα στο κρεβάτι μου και κουλουριάστηκα σε μια μικρή μπάλα, δεν ήθελα τίποτα και κανέναν, πονούσα και αυτό δεν θα άλλαζε. Δεν είχε κρύο, εγώ όμως κουκουλώθηκα με την πικέ κουβέρτα και έμεινα ακίνητη, να κλαίω μέχρι που με πήρε ο ύπνος.
Δεν ξέρω πόση ώρα κοιμόμουν, δεν με ένοιαζε. Άκουγα τα τηλέφωνα να χτυπάνε αλλά δεν έκανα τον κόπο να σηκωθώ για να δω ποιος είναι, ήξερα ότι δεν ήταν εκείνος άρα δεν ήταν κανείς. Δεν ήξερα ποιος ήταν, πάντως επέμενε και έτσι αναγκάστηκα να σηκωθώ. Είχα πολλές κλήσεις από την Αλίκη και από την μητέρα μου. Τηλεφώνησα πρώτα στην Αλίκη και επιστράτευσα όλη μου την πειθώ για να καταφέρω να την πείσω, ότι ήμουν καλά και δεν χρειαζόταν να έρθει από εδώ μόλις σχολούσε. Μόλις έκλεισα το σταθερό, κατευθείαν χτύπησε το κινητό μου. Είδα ότι με καλούσε η μητέρα μου και το σήκωσα με προσποιητή χαρά... τελικά κατάλαβα ότι δεν χρειαζόταν να το κάνω αυτό.