Ο εκκωφαντικός ήχος του ξυπνητηριού με διακόπτει από την ονειροπόλησή μου. Ξανά στο ίδιο σημείο. Ξανά το ίδιο σκηνικό. Και για ακόμη μια φορά ο ίδιος άντρας να με καλεί να τον βοηθήσω. Κάτι μέσα μου μου φωνάζει να τον ακούσω και να τρέξω κοντά του, αλλά ποτέ δεν ανταποκρίνομαι στο κάλεσμά του. Κάθε φορά ο φόβος μου με καθηλώνει και στέκομαι ακίνητη παρακολουθώντας τους δύο άντρες να παλεύουν άγρια λες και πρόκειται για κάποιο ζήτημα ζωής και θανάτου. Ποτέ δεν έχω πλησιάσει τόσο κοντά για να διακρίνω τα χαρακτηριστικά τους, βέβαια. Αλλά από χιλιόμετρα μακριά μπορείς να αποφασίσεις με ποιανού το μέρος θα είσαι. Ο ένας –αυτός που με καλεί για βοήθεια- είναι ψηλός και γεροδεμένος με μυς να ξεπροβάλλουν παντού από το σώμα του. Ο άλλος άντρας φαίνεται κοκαλιάρης και γέρος –απορώ δηλαδή πώς μπορεί και αντιστέκεται τόσο στη δύναμη του πρώτου. Παρ’ όλα αυτά ο γεροδεμένος άντρας δυσκολεύεται να νικήσει το γέρο. Γιατί; Ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να μαντέψει ποιος θα είναι ο νικητής αλλά για μένα που βλέπω εδώ κι ένα μήνα αυτό το όνειρο είναι απλώς παράξενο το πώς ο γέρος μπορεί και ελέγχει τον γεροδεμένο.
Η φωνή της μητέρας μου με ξυπνάει από τις σκέψεις μου: «Έιπριλ, έλα η ομελέτα έχει κρυώσει!».
Αυτό είναι το μόνο που χρειάζομαι για να επανέλθω στην πραγματικότητα. Μα φυσικά, σήμερα είναι η πρώτη μέρα μετά το Πάσχα. Ξανά στο λύκειο μετά από τις χαλαρωτικές διακοπές. Το καλό είναι ότι θα ξαναδώ τους φίλους μου. Έχω να δω την Έμμα και τον Σέιν εδώ και δύο βδομάδες από την τελευταία φορά που βγήκαμε. Τους ξέρω από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου και πάντα ήμασταν αχώριστοι. Για την ακρίβεια θα έλεγα ότι αυτό ήταν το μεγαλύτερο διάστημα που υπήρξαμε χώρια. Μόνο και μόνο η σκέψη ότι θα τους ξαναδώ μετά από τόσο καιρό με κάνει να σηκωθώ από το κρεβάτι και να φορέσω γρήγορα το αγαπημένο μου τζιν και ένα μπλουζάκι που βρήκα πρόχειρο και να κατέβω τις σκάλες με ταχύτητα φωτός.
Βλέπω τη μητέρα μου νευριασμένη πάνω από το πρωινό μου. «Για πόση ώρα πιστεύεις ότι η ομελέτα θα σε περιμένει ζεστή;», λέει. «Όπως επίσης έχεις χάσει το λεωφορείο εδώ κα δέκα λεπτά.»
Αυτό δεν είναι και τόσο πρωτότυπο , λέω από μέσα μου. Ποτέ δεν έπαιρνα το λεωφορείο για να πάω στο σχολείο. Βέβαια η μητέρα μου επιμένει πως είναι ο ασφαλέστερος τρόπος να πηγαίνω στο σχολείο μετά από τόσα χρόνια που οι ληστές έχουν κατακλείσει τους δρόμους. Και φυσικά μετά από την εξαφάνιση του μπαμπά. Δεν ήμουν ούτε 10 όταν του επιτέθηκαν μέσα στο αυτοκίνητο. Έχουμε βρει μόνο τα ερείπια του αμαξιού του σε μια κεντρική λεωφόρο αλλά ποτέ τον ίδιο. Όλοι υποθέτουμε πως τον είχαν σκοτώσει και πήραν ό,τι πιο πολύτιμο υπήρχε στο όχημα αλλά η μαμά θέλει να πιστεύει πως απλά εξαφανίστηκε. Από τότε και εδώ και 7 χρόνια με στέλνει σε μαθήματα αυτοάμυνας. Δεν μπορώ να πω ότι δεν μου αρέσουν. Από μικρή θαύμαζα αυτούς που γνώριζαν μια πολεμική τέχνη. Ούτως ή άλλως, χάριν σ’ αυτά τα μαθήματα, δεν έχω πλέον λόγο να ανησυχώ όταν περπατάω μόνη μου στο δρόμο.
«Γιατί πότε παίρνω το λεωφορείο για το σχολείο μαμά;» ,τη ρωτάω με τα φρύδια ανασηκωμένα.
«Ξέρεις ότι θέλω να πηγαίνεις με το λεωφορείο.», λέει αγανακτισμένα. «Έλα τώρα να φας γιατί θα αργήσεις. Πήρε τηλέφωνο η Έμμα και είπε ότι θα σε πάρει μετά να πάτε βόλτα στο εμπορικό κέντρο.»
Ω, η Έμμα ξέρει πάντα πώς να χειρίζεται τη μαμά μου. «Εντάξει.», της λέω τελικά.
Αφού τρώω επιτέλους την ομελέτα ανοίγω την πόρτα και βγαίνω στο δρόμο. Η ίδια απαίσια διαδρομή. Όλα τα σπίτια είναι λες και χτίστηκαν πριν κανέναν αιώνα. Εκεί που κάποτε υπήρχαν δέντρα πλέον υπάρχουν μόνο ξεροί κορμοί. Μετά από πολλή ώρα φτάνω στο σχολείο. Είναι ένα κτίριο ίδιο με όλα τα υπόλοιπα. Μουντό γκρι παντού και όχι και τόσο καλοδιατηρημένο θα έλεγα. Μετά από λίγη ώρα εντοπίζω την Έμμα και τον Σέιν. Κάθονται στο ίδιο σημείο που καθόμαστε όλοι μαζί πάντα. Τους χαιρετώ από μακριά και κατευθύνομαι προς το μέρος τους.
«Έι πού χάθηκες εσύ κοπελιά;», ρωτάει ο Σέιν με το κλασσικό πλάγιο χαμόγελό του. Δεν έχει κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ή κάτι που να τον κάνει ακαταμάχητο αλλά σίγουρα θεωρείται γοητευτικός.
«Ω, μην το ρωτάτε σε μένα αυτό κύριε Πλέινγουντ.», του λέω πειραχτικά. «Εσύ είσαι αυτός που πήρε τα βουνά για διακοπές, μην το ξεχνάς!»
«Εγώ δεν έχω τίποτα; Ούτε ένα γεια στην καλύτερή σου φίλη; Ωραία είσαι!»
Φυσικά αυτή είναι η Έμμα. Ψηλή και λεπτεπίλεπτη με τα καταγάλανα μάτια της και τα κατάξανθα μαλλιά της να πέφτουν ίσια στους ώμους της. Η Έμμα είναι σίγουρα αυτό που λέμε εκθαμβωτική κοπέλα. Αν δεν έκανε παρέα μαζί μας το πιο πιθανό είναι ότι θα ήταν στην κλίκα του σχολείου με τα δημοφιλή κορίτσια. Όχι ότι τώρα δεν είναι δημοφιλής. Θεωρεί αποτυχία να μην έρθουν έστω και 3 αγόρια να την ζητήσουν σε ραντεβού μέσα στην εβδομάδα. Η αλήθεια είναι ότι δεν πιάνω μία μπροστά της. Θαμπά καστανοκόκκινα μαλλιά και μελί μάτια. Όχι και τόσο ο τύπος κοπέλας που σε μαγνητίζει με την πρώτη ματιά.
«Να και η παραπονιάρα ντίβα! Πώς πέρασες; Ή καλύτερα να πω με πόσους τα έφτιαξες μέσα στις διακοπές;», τη ρωτάω. Ξέρω ότι τώρα θα πει κάτι για να με κάνει να έρθω σε δύσκολη θέση επειδή αυτή είναι η Έμμα. Άγρια και απελευθερωμένη από όλους κι από όλα.
«Πώς πάνε τα όνειρά σου, Σταχτοπούτα;», λέει τελικά.
Η Έμμα και ο Σέιν είναι οι μόνοι που ξέρουν για το παράξενο όνειρο που βλέπω τον τελευταίο μήνα. Δεν τους έχω κρύψει ποτέ τίποτα. Αλλά αυτό ίσως να μην έπρεπε να το έχω αναφέρει.
«Ααα εκείνο με τους τυπάδες με τις άγριες διαθέσεις;», πετάγεται ο Σέιν.
«Δεν θα έλεγα ότι υπάρχει κάτι καινούργιο. Τα ίδια και τα ίδια.», τους λέω ελπίζοντας να αλλάξει θέμα η συζήτηση. Ποτέ δεν νιώθω άνετα να μιλάω γι’αυτό το όνειρο.
Μετά από μια κλασσική μέρα στο σχολείο, η Έμμα κι εγώ πάμε τελικά στο εμπορικό. Δεν έχει πολλά εκεί μέσα. Μόνο 1-2 καφέ και κανένα μαγαζί με ρούχα. Ο κόσμος έχει αλλάξει πολύ τα τελευταία είκοσι χρόνια, υποθέτω.