-Έιπριλ-
Σιχαίνομαι τα υπόγεια. Και τα παπούτσια με ψηλά τακούνια. Εντάξει, ίσως τα υπόγεια λίγο περισσότερο. Αλλά αυτή τη στιγμή είναι μεγάλο ντέρμπι στο μυαλό μου.
Δεν ξέρω πόση ώρα έχει περάσει από τη στιγμή που βρέθηκα εδώ. Μία ώρα? Δύο? Όσες και να είναι, μου φαίνονται αιώνας. Δεν ξέρω πού είμαι. Θα έλεγα ότι η σακούλα στο κεφάλι μου σε όλη τη διαδρομή έκανε τον προσανατολισμό μου λίγο δύσκολο. Ελπίζω να μην έχω απομακρυνθεί τόσο ώστε να μην μπορέσουν να με βρουν. Γιατί θα με βρουν.
Μια σταγόνα νερού –ελπίζω δηλαδή- στάζει στα μαλλιά μου από την οροφή. Δεν κάνω καν τον κόπο να σηκώσω το κεφάλι μου. Μετά την τέταρτη σταγόνα το συνηθίζεις.
Το σκοτάδι του υπογείου με δυσκολεύει να καταλάβω ακριβώς πόσο μεγάλο είναι ή τι υπάρχει μέσα σε αυτό. Και η αηδιαστική μυρωδιά σκουριασμένου μετάλλου κάνει τη διαμονή μου εξαιρετικά δυσάρεστη.
Να θυμηθώ να το γράψω στο κουτί των παραπόνων.
Κάθομαι στο πάτωμα, με την πλάτη μου να ακουμπάει τον κρύο τοίχο. Τα χέρια μου είναι δεμένα με αλυσίδες, τόσο σκληρές, που έχω την εντύπωση ότι κόβουν την κυκλοφορία του αίματος στις παλάμες μου. Το λεπτό και ανεπαρκές ύφασμα του φορέματός μου, σε συνδυασμό με το κρύο του δωματίου με κάνει να ανατριχιάσω. Αυτό, και η σκέψη ότι ίσως το μέταλλο που ήθελα να μυρίζω, δεν είναι μέταλλο.
Τι θα μου κάνουν?
Το στιλέτο στην καλτσοδέτα της Έμμα γρατζουνάει το δέρμα μου. Αναγκάστηκα τελευταία στιγμή να το σηκώσω πιο ψηλά για να μην φαίνεται. Αν και δεν θα παραξενευτώ αν το δουν. Το φόρεμα δεν είναι και το πιο μακρύ. Σπρώχνω το χέρι μου για να το φτάσει, αλλά μάταια. Κύματα πόνου στέλνονται σε όλο μου το σώμα με κάθε μου κίνηση.
Κρατάω την ανάσα μου όταν ακούω μια πόρτα να ανοίγει. Πιέζω τον εαυτό μου να κρατήσει κλειστά τα μάτια. Μπορεί να νομίζουν ότι το υπνωτικό που μου έδωσαν δρα ακόμη επάνω μου.
Βήματα ακούγονται προς το μέρος μου.
Μείνε ακίνητη.
«Ακόμα να ξυπνήσει?»
Αντρική φωνή. Προσπαθώ να σκεφτώ αν μου λέει κάτι, αλλά δεν την έχω ξανακούσει.
«Σσσσς. Δεν βιαζόμαστε. Έχουμε όλο το χρόνο μπροστά μας.»
Ένας δεύτερος άντρας απαντάει. Στο άκουσμα της φωνής του εκπλήσσομαι τόσο ώτσε σχεδόν ξεχνάω να κρατήσω κλειστά τα μάτια μου.
«Πήγαινε μέσα. Θα την προσέχω μήπως ξυπνήσει.»
Ο ένας από τους δύο βγαίνει από το δωμάτιο και κλείνει την πόρτα πίσω του, ενώ ακούω τον άλλον να έρχεται προς το μέρος μου.
Μείνε ακίνητη.
«Έιπριλ?», ψιθυρίζει.
«Σέιν?»
Ανοίγω τα μάτια μου και τον κοιτάζω να στέκεται ακριβώς μπροστά μου, στο υγρό υπόγειο στο οποίο οι απαγωγείς μου με έχουν κλειδωμένη.
«Τι σημαίνουν όλα αυτά?», ρωτάω όταν βγαίνω από το σοκ μου.
«Θα στα εξηγήσω όλα. Αλλά πρέπει να φύγουμε από εδώ. Έιπριλ, συγγνώμη, δεν ήθελα να γίνει αυτό. Δεν ήξερα, πού να φανταστώ-»
«Ποιος είναι υπεύθυνος για όλα αυτά?», τον διακόπτω.
«Δεν θα το πιστέψεις, αλλά ο Τζίμι. Ετοιμαζόμουν για να έρθω στο πάρτι σου, αλλά με πέτυχε στο δρόμο και με ρώτησε πού πάω. Του είπα, αφού τον θεωρούσα φίλο μου, αλλά δεν φαντάστηκα τι θα έκανε. Δεν ξέρω καν γιατί σε έφερε εδώ. Λυπάμαι.»
Μπορώ να δω στα μάτια του ότι λυπάται ειλικρινά. Αλλά αυτό δεν αλλάζει τα γεγονότα.
«Πού είμαστε?»
«Όχι πολύ μακριά από το σχολείο. Αν καταφέρεις να βγεις από εδώ θα ξέρεις ακριβώς πού είσαι.»
«Πώς κατέληξες εδώ, Σέιν?»
Δεν μπορώ να μην ρωτήσω. Δεν βγάζει νόημα να τον εμπιστεύονται ότι δεν θα με φυγαδεύσει. Εκτός αν έχει και αυτός κάποια ανάμιξη σε αυτό.
«Δεν έχει σημασία. Απλώς πρέπει να σε προειδοποιήσω για κάτι. Ο Τζίμι… δεν είναι ο εαυτός του. Δεν… δεν νοιάζεται. Δεν μπορώ να καταλάβω καν γιατί σε ήθελε. Εκτός από το γεγονός ότι του άρεσες. Αλλά δεν νομίζω ότι αυτός είναι ο καταλληλότερος τρόπος να δείξεις την αγάπη σου. Κάτι παίζει εδώ.»
Ξαφνικά, η πόρτα ανοίγει. Και τότε τον βλέπω. Έρχεται προς το μέρος μας.
Αλλά το βλέμμα του… δεν είναι το βλέμμα του.
Τόμι.
«Τώρα εξηγούνται όλα», λέω σε μια προσπάθεια να του δείξω ότι δεν τον φοβάμαι.
«Εντάξει, το ξέρω ότι δεν μπορείς να μείνεις μακριά μου. Αλλά αυτό?»
Με ταχύτητα φωτός ο Τζίμι-Τόμι έχει έρθει δίπλα μου. Με πιάνει από το λαιμό και με κολλάει στον τοίχο από πίσω. Προσπαθώ να αγνοήσω τον πόνο που φτάνει στα χέρια μου από τις αλυσίδες.
«Πάρτε τον», λέει δείχνοντας τον Σέιν.
«Εμείς», συνεχίζει κοιτάζοντας μέσα στα μάτια μου «έχουμε πολλά να πούμε»