Ο Ζάντερ απομένει να με κοιτάζει, μάλλον ανήσυχος για το τι θα ακούσει.
«Τι είναι?», ρωτάει τοποθετώντας το χέρι του στο μάγουλό μου.
Σκύβω το κεφάλι μου, προσπαθώντας να του σκεφτώ τον κατάλληλο τρόπο για να πεις σε κάποιον ότι ο άγγελος πατέρας σου έχει εξώγαμο με μια θνητή. Καμία ιδέα.
«Έχεις άλλους ζωντανούς συγγενείς?», ρωτάω, μπας και καταφέρω αν το φέρω από τα πλάγια.
«Όχι, απ’όσο ξέρω», απαντά προβληματισμένος. Η έκφρασή του με σκοτώνει. Είναι λες και βλέπω μπροστά μου το αγόρι του οποίου οι γονείς πέθαναν νωρίς, και το οποίο πίστευε ότι άξιζε να ρισκάρει τη ζωή του για μια θνητή, αφού κανένας δεν θα υπήρχε να τον αναζητήσει. Αυτό όμως τώρα έχει αλλάξει.
«Ζάντερ, διάβασα στο ημερολόγιό σου για ένα βιβλίο που σου είχε ζητήσει ο πατέρας σου να κρύψεις», λέω αποφασίζοντας ότι ο ευθύς είναι ο καταλληλότερος τρόπος για να του πω αυτά που έχω να του πω. «Ήμουν τόσο θυμωμένη μαζί σου και αποφάσισα να μη σου πω ότι το έψαξα και το βρήκα.» Οι πράξεις μου αυτές ακούγονται τόσο ανόητες και παιδιάστικες όταν τις λέω δυνατά. Φέρθηκα πολύ εγωιστικά.
Ο Ζάντερ παραμένει να με κοιτάζει με ένα πληγωμένο βλέμμα, αλλά συνάμα ένα βλέμμα κατανόησης. Κατεβάζω το βλέμμα μου στο πάτωμα και συνεχίζω: «Μέσα εκεί είχε ένα γράμμα, ένα γράμμα που έστειλε κάποια Άννα στον πατέρα σου. Αρχικά πίστευα ότι ήταν η μητέρα σου, αλλά μετά έμαθα ότι το όνομά της ήταν Ντανιέλα. Έτσι έμεινα με την απορία για το ποια ήταν η Άννα του γράμματος. Μέχρι που σήμερα, βρήκα ένα πιστοποιητικό γέννησης μέσα στο βιβλίο.»
Πώς θα του το πω? Αλλά δεν μπορώ να σταματήσω τώρα που ξεκίνησα. Αποφασίζω όμως να το πάρω από αλλού.
«Ζάντερ, ξέρεις τη φίλη μου την Έμμα?», ρωτάω σηκώνοντας το κεφάλι μου για να τον κοιτάξω.
Με ένα βλέμμα που δεν μπορώ να αποκρυπτογραφήσω απαντά: «Ναι. Αλλά δεν μπορώ να καταλάβω πού ακριβώς το πας.»
«Η Έμμα», ξεκινώ χωρίς να ξέρω πώς θα το πω, «η Έμμα είναι αδερφή σου, Ζάντερ».
Προσπαθώ να μην τον κοιτάξω και συνεχίζω. «Ο πατέρας σου… μάλλον διατηρούσε σχέση με την μαμά της Έμμα. Ζάντερ, λυπάμαι τόσο πολύ δεν έπρεπε να στο πω έτσι και-», προσπαθώ να πω αλλά δεν ξέρω πώς να συνεχίζω.
Το βλέμμα του συναντάει το δικό μου και ο πόνος που νιώθω δε συγκρίνεται με αυτόν των τραυμάτων μου. Με κοιτάζει σαν να μη με πιστεύει. Δεν τον αδικώ.