Το επόμενο πρωί ξυπνάω από μόνη μου. Ούτε ξυπνητήρια, ούτε μανάδες ούτε κουβάδες νερό στα μούτρα. Ναι, το έχω περάσει και το τελευταίο και μάλιστα πριν τέσσερις μήνες περίπου. Δεν το συστήνω ιδιαίτερα. Μετά λοιπόν από το ανεπανάληπτο θα έλεγα βράδυ με τον φύλακα άγγελό μου (ναι αυτό συμβαίνει συνέχεια στους κανονικούς ανθρώπους), ντύνομαι, φοράω φυσικά το καινούργιο μου απόκτημα akaτο ροζ δαχτυλιδάκι, και φεύγω χωρίς πολλά πολλά από το σπίτι.
Με το που φτάνω στο σχολείο, αρχίζουν ξανά τα βάσανα. Και με πρώτο πρώτο τον Τζίμι Ρέι, γνωστός ως ο πιο ωραίος του σχολείου. Φυσικά, αρχηγός της ομάδας μπάσκετ και γνωστός για τις καρδιές που έχει ραγίσει. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι μια αντρική βερσιόν της Έμμα μόνο που αν κάποιος έλεγε κάτι τέτοιο μπροστά της θα έφτανε σπίτι του με ένα τακούνι χωμένο στο μάτι.
Αφού περνάνε μερικά βασανιστικά δευτερόλεπτα κατά τη διάρκεια των οποίων ήλπιζα να μην με προσέξει ο Τζίμι, τελικά καταφτάνει προς το μέρος μου.
«Χέι, λοβ», λέει.
«Τι θέλεις?», ρωτάω. Εδώ θα ήταν καλή στιγμή να αναφέρω ότι τον Τζίμι τον ξέρω από τότε που ήμουν επτά. Ποτέ μα ποτέ δεν με ενδιέφερε σαν αγόρι. Αλλά δυστυχώς αυτός είχε άλλη άποψη για τη σχέση μας. Οπότε, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, τον αποφεύγω.
«Ω, μην μου κάνεις τη δύσκολη εμένα. Πάμε για καφέ μετά το σχολείο?»
«Ούτε αν με πλήρωνες..λοβ»
Πλησιάζει επικίνδυνα κοντά μου και μου ψιθυρίζει: «Αν αλλάξεις γνώμη, ξέρεις πού να με βρεις». Μου κλείνει το μάτι και απομακρύνεται.
Με μια έκφραση εμφανούς αηδίας καταφτάνω στον Σέιν και στην Έμμα.«Τι ήθελε πάλι ο Τζίμι?» ρωτάει η ‘Εμμα.
«Σοβαρά ο τυπάς αρχίζει να μου τη δίνει στα νεύρα.» λέει ο Σέιν.
«Λες και δεν τον ξέρετε. Και λες και υπάρχει ποτέ περίπτωση να του δώσω σημασία.» απαντάω.
«Αν σε ξαναενοχλήσει πες μου να τον κανονίσω». Αυτός ήταν ο Σέιν. Ωχ, αυτός ήταν ο Σέιν. Η Έμμα μου ρίχνει ένα βλέμμα γεμάτο υπονοούμενο και για κάποιο λόγο νιώθω έναν βαρύ κόμπο στο στομάχι μου. Ενοχές, υποθέτω. Αλλά γιατί?
«Όπως και να’ χει δεν θα χαλάσουμε τη μέρα μας γι’αυτόν.» λέω.
«Δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο λαίδη Μακάλιστερ.», λέει η Έμμα. Και όταν η Έμμα με φωνάζει με το επίθετό μου, σημαίνει ότι η διάθεση επιστρέφει στα κανονικά επίπεδα.Μετά από επτά αρκετά βασανιστικές θα έλεγα ώρες σχολείου παίρνω την Έμμα και τον Σέιν για να επιστρέψουμε σπίτια μας. Όλα κυλούν όπως συνήθως με την Έμμα να φλυαρεί για τον Όλιβερ και το πόσο ωραίος είναι. Καθώς πάω να περάσω τον δρόμο, από τη μέση του πουθενά πετάγεται ένα αυτοκίνητο. Αν δεν είχε προλάβει ο Σέιν να πιάσει το χέρι μου, μάλλον θα κατέληγα στο νοσοκομείο στην καλύτερη περίπτωση.
«Είσαι με τα καλά σου? Παραλίγο να πέσεις πάνω στο αυτοκίνητο! Δεν βλέπεις μπροστά σου?», μου φωνάζει ο Σέιν. Και θα είχε δίκιο, αν πριν από πέντε δευτερόλεπτα υπήρχε όντως αυτοκίνητο στο δρόμο.
«Θα ορκιζόμουν ότι δεν υπήρχε αυτοκίνητο!», λέω. Και είναι αλήθεια. Αλλά δεν προλαβαίνω να δικαιολογηθώ γιατί κάτι άλλο τραβάει την προσοχή μου. Ο οδηγός του αυτοκινήτου που παραλίγο να με στείλει στο νοσοκομείο σταματάει στην άκρη του δρόμου και κατεβαίνει από το αμάξι. Μόνο που εγώ τον ήξερα. Αλλά δεν πίστευα με τίποτα ότι είναι αληθινός. Ο υποτιθέμενος «φύλακας άγγελός» μου στέκεται ακριβώς μπροστά μου και κατευθύνεται προς το μέρος μας.
«Συγνώμη είσαι καλά?», ρωτάει. Για μια στιγμή έχω την εντύπωση ότι είναι μια παραλλαγή των προηγούμενων παράξενων ονείρων. Αλλά όχι, βρισκόμαστε στον πλανήτη Γη, στην πραγματικότητα και το σύμπαν καλεί την Έιπριλ να ξαναβρεί τα λογικά της.
«Ναι, ναι μια χαρά», απαντάω τελικά. Χαμογελάει και ρωτάει: «Μήπως είσαι αναστατωμένη από την μόλις –δύο- εκατοστά- μακριά- από –το- θάνατο εμπειρία σου? Θέλεις να σε κεράσω κάτι να πιεις?»
«Όπα μεγάλε άστο σε εμάς αυτό.», πετάγεται ο Σέιν. Ο άγγελος σηκώνει τα χέρια ψηλά και απαντάει: «Εντάξει, υποχωρώ.»
Είμαι τόσο σοκαρισμένη που δεν μπορώ να αρθρώσω λέξη. Και έχω τόσες ερωτήσεις!
Τελικά μπαίνει ξανά στο αυτοκίνητο και φεύγει, αφήνοντας εμένα με χιλιάδες απορίες .
Αφού εξηγώ στον Σέιν και στην Έιπριλ ότι είμαι πολύ κουρασμένη και θέλω να μείνω λίγο μόνη μου, φτάνω επιτέλους στο σπίτι. Βέβαια, και εκεί με περιμένει ακόμη μια έκπληξη.
«Γλυκιά μου, ο φίλος σου ο Αλεξάντερ σε περιμένει στο δωμάτιό σου. Ήρθε κανένα δεκάλεπτο νωρίτερα και δεν μπορούσα να τον αφήσω να περιμένει έξω. Φαίνεται πολύ καλό παιδί πώς και δεν μου τον είχες αναφέρει?»
Μόνο που δεν έχω κανένα φίλο ονόματι Αλεξάντερ. Χωρίς να θέλω να ανησυχήσω την μαμά μου όμως, και εμπιστευόμενη τις γνώσεις μου από αυτοάμυνα κατευθύνομαι προς το δωμάτιό μου. Βγάζω το σπρέι πιπεριού από την τσάντα και ανοίγω την πόρτα. Κατά κάποιο παράξενο τρόπο δεν εκπλήσσομαι που βλέπω τον πασίγνωστο πλέον «φύλακα άγγελο» να κάθεται στο κρεβάτι μου.
«Όπα πρόσεξε μη σκοτώσεις κάποιον μ’ αυτό», λέει δείχνοντας το σπρέι μου. Και φυσικά γελάει.
«Μπορούμε να δοκιμάσουμε αν θέλεις.», απαντάω.
«Πάω στοίχημα ότι όποια μαθήματα αυτοάμυνας και να έχεις κάνει, δεν μπορείς να με νικήσεις ούτε ακόμη κι αν κρατάς όπλο. Πόσο μάλλον ένα σπρέι.»
«Αν τραβήξω το καζανάκι θα φύγεις? Α, όχι όχι! Μήπως να το ευχηθώ?», ρωτάω.
«Προσπάθησε λοβ», λέει και ξεκαρδίζεται κυριολεκτικά. Αλλά ούτε εγώ μπορώ να συγκρατήσω ένα χαμόγελο.
«Εντάξει τώρα αρχίζεις να με φρικάρεις. Με παρακολουθείς Αλεξάντερ? Και να υποθέσω ότι αυτό είναι το αληθινό σου όνομα ή αυτό που σου ήρθε στο μυαλό την ώρα που έμπαινες σπίτι μου?»
Προσέχω ένα ελαφρύ μειδίαμα να σχηματίζεται στο πρόσωπό του πριν απαντήσει.
«Όχι, είναι το αληθινό μου όνομα. Βέβαια, αν θέλεις μπορείς να με φωνάζεις Άλεξ, όπως οι φίλοι μου»
«Δεν είμαι φίλη σου. Και επιπλέον δεν πρόκειται να σε φωνάζω Άλεξ. Βασικά δεν πρόκειται να σε φωνάζω. Αλλά όταν το κάνω δεν θα είναι Άλεξ. Χμμ, θα είναι μάλλον Ζάντερ. Άλεξ-ζάντερ. Προτιμώ το ας πούμε δεύτερο συνθετικό του ονόματός σου.»
Τι λες? Φωνάζω στον εαυτό μου. Γιατί δεν μπορώ απλά να πω μια από τις γνωστές ατάκες μου? Αλλά όχι πρέπει να κάτσω να ανοίξω κουβέντα με έναν άγγελο,φύλακα,απαίσιο οδηγό και κατά πάσα πιθανότητα ψυχοπαθή.
«Μπορείς να με φωνάζεις όπως θέλεις. Αλλά δεν νομίζω ότι το όνομά μου είναι το πιο ενδιαφέρον θέμα συζήτησης αυτή τη στιγμή. Υποθέτω έχεις ερωτήσεις. Από πού θες να το πιάσουμε?», ρωτάει.
«Από την αρχή?», λέω.
«Αυτό θα ήταν πολύ βολικό.», λέει μιμούμενος τον τόνο της φωνής μου το προηγούμενο βράδυ. Το χαμόγελο εξακολουθεί να βρίσκεται στο πρόσωπό μου. Παίρνω μια βαθιά ανάσα έτοιμη να βρω επιτέλους απαντήσεις στα ερωτήματα που με βασάνιζαν καιρό.