Part 25

2.4K 222 15
                                    

Ο Τόμι μέσα στο επόμενο δευτερόλεπτο έχει εξαφανιστεί. Προσπαθώ να σκεφτώ καθαρά.

Ηρέμισε, προστάζω τον εαυτό μου. Μήπως είναι όλα στο μυαλό μου?

Σηκώνομαι αργά και επιφυλακτικά. Όταν τελικά είμαι πάνω και στα δυο μου πόδια και έτοιμη να φύγω από αυτό το μέρος, συμβαίνει.

Ο Τόμι βρίσκεται μόλις λίγα εκατοστά μακριά μου, με τα γαλάζια μάτια του να γυαλίζουν από το θυμό. «Δεν μπορείς να μας κρυφτείς», ψιθυρίζει.

Νιώθω την ανάσα μου να έχει κοπεί. Δεν αντέχω άλλο. Ουρλιάζω. Θα ορκιζόμουν ότι οποιοσδήποτε σε ακτίνα πέντε χιλιομέτρων με είχε ακούσει. Μόνο που δεν υπήρχε κανείς. Ούτε καν ο Τόμι. Είχε φύγει. Και είναι ώρα να κάνω κι εγώ το ίδιο.

Πριν καν το σκεφτώ έχω απομακρυνθεί ήδη από τη λίμνη. Κρύος ιδρώτας λούζει το σώμα μου και μπορώ να το καταλάβω παρ’όλο που το νερό της βροχής πέφτει με ακόμη περισσότερη ορμή πάνω μου. Καθώς τρέχω νιώθω τις λέξεις του να αντηχούν στο κεφάλι μου: Δεν μπορείς να μας κρυφτείς. Ρίχνοντας μερικές κλεφτές ματιές πίσω μου- για να δω αν με ακολουθεί ο Τόμι, πράγμα ανούσιο, αφού αν ήθελε να με βρει θα το είχε κάνει ήδη- συνεχίζω να τρέχω. Σε άλλη περίπτωση, θα χαρακτήριζα ειρωνικό το γεγονός ότι δεν μπορώ να βάλω τα κλάματα. Για τα δεδομένα μου τις τελευταίες μέρες είναι μια ανατροπή. Αλλά κουράστηκα πια με αυτή την Έιπριλ. Τέρμα τα κλάματα. Κάποτε δεν μπορούσε να με κάνει τίποτα να κλάψω. Υποθέτω ότι η ζωή τα φέρνει έτσι ώστε σε συγκεκριμένες περιπτώσεις να μην έχεις επιλογή. Κλαις, όχι μόνο για να εκφράσεις τη στεναχώρια ή τη χαρά, απλά θέλεις να ξεσπάσεις. Έτσι, κατέληξα μια κλαψιάρα δεκαεφτάχρονη. Αλλά όχι. Δεν ήμουν πάντα έτσι και ούτε πρόκειται να είμαι. Το σώμα μου είναι σε ετοιμότητα, το μυαλό μου καθαρό. Όταν βλέπω επιτέλους το σπίτι, ένα κύμα ανακούφισης με διαπερνά.

Ανοίγω τη μπαλκονόπορτα με δύναμη και μπαίνω μέσα στο σαλόνι, φροντίζοντας να έχω κλείσει καλά την πόρτα πίσω μου. Δε θέλω άλλους απρόσμενους επισκέπτες. Με κομμένη την ανάσα, και με έναν κόμπο να έχει δημιουργηθεί στο στομάχι μου, βλέπω τον Ζάντερ να κάθεται στον καναπέ, με το κεφάλι του ανάμεσα στα χέρια του, προβληματισμένος. Προσπαθώ να του μιλήσω, μα οι λέξεις είναι λες και έχουν κολλήσει στο λαιμό μου και δεν θέλουν να βγουν από το στόμα μου. Γυρνάει απότομα στο άκουσμα της μπαλκονόπορτας να κλείνει και με κοιτάζει με ένα βλέμμα ανησυχίας να σχηματίζεται στο πρόσωπό του.

Χωρίς να ανταλλάξουμε κουβέντα, και σε ταχύτητα φωτός, μου φέρνει μια κουβέρτα και με σκεπάζει. Δεν μπορώ να φανταστώ πόσο χάλια θα δείχνω αυτή τη στιγμή. Βρεγμένη από πάνω ως κάτω, κλαμένη, τρομοκρατημένη και είμαι σίγουρη ότι η κούραση δεν κρύβεται από τα μάτια μου. Με βάζει να κάτσω στον καναπέ και μου μιλάει. Νιώθω το χώρο γύρω μου να γυρίζει και ένα συνεχές βουητό να επικρατεί στα αυτιά μου αλλά μπορώ να διακρίνω τη λέξη «τσάι» στα λεγόμενά του. Γνέφω καταφατικά, προσποιούμενη ότι κατάλαβα και τον παρακολουθώ να βγαίνει από το δωμάτιο. Μόλις το κάνει, μαζεύω όση δύναμη μού έχει απομείνει και κατευθύνομαι προς το δωμάτιό μου. Δεν μπορώ να αντιμετωπίσω τον Ζάντερ τώρα. Δεν θέλω να υποβάλλω τον εαυτό μου σε ακόμη μια οδυνηρή εμπειρία. Και τι θα του πω? Ότι ο καλύτερός του φίλος με απειλεί? Ότι ο μισός αγγελικός πληθυσμός –αν όχι όλος- με ψάχνει? Και στο κάτω-κάτω, δεν είμαι καν σίγουρη αν αυτά που μόλις βίωσα ήταν αληθινά. Μπορεί το μυαλό μου να παίζει παιχνίδια μαζί μου.

Μαζί με την κουβέρτα, μπαίνω κάτω από το πάπλωμα και προσπαθώ να χαλαρώσω στα βαμβακερά σεντόνια. Γελιέμαι βέβαια, αφού κάτι τέτοιο ξέρω σίγουρα ότι θα είναι αδύνατο.  Ξέρω ότι θα είναι θαύμα αν μπορέσω να κλείσω έστω και για δύο δευτερόλεπτα τα μάτια μου, είτε από την υπερένταση , είτε από το φόβο μην εμφανιστεί ο Τόμι δίπλα μου. Αναγκάζομαι να το κάνω όμως, όταν ο Ζάντερ μπαίνει αθόρυβα στο δωμάτιο. Πλησιάζει στο κρεβάτι και αφήνει μια ζεστή κούπα –τσάι?- στο κομοδίνο. Προσποιούμενη ότι κοιμάμαι, τον νιώθω να σκύβει από πάνω μου. Η ανάσα του είναι βαριά, παρ’όλο που μπορώ να καταλάβω ότι κάνει ό,τι μπορεί για να μην ακούγεται. Πόσο καλά σε ξέρω?

Η αίσθηση των χειλιών του στο μέτωπό μου και το απαλό φιλί του με κάνουν να βγω από τις σκέψεις μου. Νιώθω τον κόμπο στο στομάχι μου ακόμη πιο σφιχτό. Απομακρύνει τα χείλη του, αλλά μπορώ να νιώσω ακόμη την ανάσα του κοντά μου. Και το χειρότερο είναι ότι, παρ’όλα όσα έχουν συμβεί μεταξύ μας τις τελευταίες ώρες, τη θέλω ακόμη πιο κοντά. Πώς να του κρατήσω κακία? Μακάρι να μπορούσα να τον μισήσω, μακάρι. Πώς γίνεται, μετά από την ανακοίνωση της Μπρέντα, να μην μπορώ τουλάχιστον να αισθανθώ μια απέχθεια γι’αυτόν?  Θα προσπαθήσω να τον μισήσω γ’αυτό. Θα τον μισήσω επειδή δεν μπορώ να τον μισήσω. Ναι, βγάζει πολύ νόημα, μπράβο Έιπριλ. Αλλά η κατάσταση θα έλεγα ότι είναι στην καλύτερη περίπτωση απελπιστική, οπότε να μην πετάξω κι εγώ τη βλακεία μου? Όμως αυτό που συμβαίνει στη συνέχεια, αλλάζει τελείως τα συναισθήματά μου.

Μια σταγόνα προσγειώνεται στο μάγουλό μου, και κάτι μου λέει ότι δεν είναι ούτε νερό, και φυσικά ούτε τσάι. Μετά από λίγο, φεύγει από το δωμάτιο και κλείνει την πόρτα, αφήνοντας το δικό του δάκρυ με τα δικά μου να γίνουν ένα.

Απαγορευμένα Όνειρα {GWattys}Where stories live. Discover now