Και μου αρέσει που είπα ότι δε θα κλάψω. Αλλά εκείνα είναι τα μόνο δάκρυα που ρίχνω εκείνη τη νύχτα. Ελπίζω να είναι και τα τελευταία που ρίχνω και για τον Ζάντερ.
Το βράδυ αυτό δεν μπορώ να κοιμηθώ. όσο κουρασμένη κι αν νιώθω, ο ύπνος απλά δεν έρχεται. Κάθε περίπου δέκα λεπτά, σύμφωνα με το ρολόι του τοίχου, ακούω ήχους και πετάγομαι από το κρεβάτι παίρνοντας αμυντική στάση. Όσο η ώρα κυλάει, νιώθω όλο και πιο έντονα την καρδιά μου να θέλει να βγει από το στήθος μου. Ο παλμός μου είναι τόσο δυνατός και γρήγορος, λες και έτρεχα σε μαραθώνιο. Ανακάθομαι στο κρεβάτι και νιώθω ιδρώτα στην πλάτη μου. Αποδέχομαι τα γεγονός ότι δεν πρόκειται να κοιμηθώ και αποφασίζω, αντί να χαραμίσω το χρόνο μου, είτε περιπλανώμενη στο σπίτι, είτε ξαπλωμένη εδώ, να κάνω κάτι πιο εποικοδομητικό. Όπως να ψάξω για το βιβλίο που είχε κρύψει στο σπίτι ο Ζάντερ μικρός. Δεν έχω ιδέα πού μπορεί να είναι, αλλά καλύτερα να αρχίσω από τώρα το ψάξιμο. Όσο πιο γρήγορα το βρω, τόσο πιο γρήγορα θα φύγω και από αυτό το μέρος.
Δεν θα το πω στον Ζάντερ. Όχι ακόμη, τουλάχιστον. Όχι για κανέναν άλλο λόγο, απλώς δεν θα αντέξω να του μιλήσω πάνω από πέντε λεπτά. Ή θα εκραγώ από το θυμό ή θα ξεχάσω ό,τι έχει γίνει με τη Μπρέντα και το μωρό και…δεν ξέρω. Ίσως ακόμη και να τον αγκαλιάσω. Ή κάτι παραπάνω. Συγκεντρώσου. Εάν βρω το βιβλίο τι θα κάνω? Θα του το πω, υποθέτω. Έξ’άλλου έχει δικαίωμα να ξέρει. Μπορεί να έχει και τίποτα για το μπέιμπι-σίτιγκ μωρών-αγγέλων που θα τον ενδιαφέρει στο μέλλον, λέω μέσα μου με περισσότερη πικρία απ’ότι περίμενα. Σηκώνομαι από το κρεβάτι και βγαίνω από το δωμάτιο όσο πιο ήσυχα μπορώ. Θα ξεκινήσω το ψάξιμο από το σαλόνι, μιας και είναι το μόνο δωμάτιο που μπορώ να βρω χωρίς αρκετή προσπάθεια. Βγαίνω στο διάδρομο, περνάω μερικά δωμάτια, που φυσικά υπόσχομαι στον εαυτό μου να τα εξερευνήσω αργότερα, και όταν ξέρω ότι ήρθε η ώρα, στρίβω στα δεξιά μου. Το σαλόνι είναι τεράστιο και σκοτεινό, αλλά αυτό δεν με εμποδίζει να ψάξω. Εξάλλου ποτέ δεν φοβόμουν το σκοτάδι. Στα αριστερά μου, πίσω από την πελώρια τηλεόραση, υπάρχει μια ακόμη μεγαλύτερη βιβλιοθήκη. Άνετα θα μπορούσε το βιβλίο να είναι εδώ. Αλλά αμφιβάλλω αν ο Ζάντερ – μικρός Ζάντερ- θα έκρυβε κάτι τόσο σημαντικό σε τόσο εμφανές σημείο. Εγκαταλείπω την βιβλιοθήκη, αν και διαβεβαιώνω τον εαυτό μου ότι αν δεν το βρω πουθενά, θα επιστρέψω εδώ. Παρατηρώ το δωμάτιο για πιθανές κρυψώνες. Τίποτα που να πιστεύω ότι θα άξιζε να φυλάει κάτι τόσο μυστικό όσο το βιβλίο. Απογοητευμένη, βγαίνω από το σαλόνι και ανοίγω την πόρτα στα δεξιά μου. Απρόσεκτη κίνηση γιατί, και φασαρία έκανα, αλλά και χωρίς νόημα αφού βρέθηκα στο μπάνιο. Το αποκλείω ως μέρος ελκυστικό για κρυψώνα και κατευθύνομαι προς τα δωμάτια που προσπέρασα στο δρόμο μου προς το σαλόνι. Αριστερά, είναι η κουζίνα. Αυτό τουλάχιστον το θυμάμαι. Αλλά και πάλι, την έχω επισκεφτεί πολλές φορές χωρίς να έχω προσέξει κάποιο βιβλίο, οπότε την απορρίπτω. Απέναντι από την κουζίνα βρίσκεται ένα δωμάτιο που δεν έχω εξερευνήσει ακόμη. Ανοίγω προσεκτικά την πόρτα και μια έκφραση εκνευρισμού σχηματίζεται στο πρόσωπό μου όταν βλέπω την Μπρέντα να κοιμάται σε ένα διπλό κρεβάτι ήρεμη. Ωραία. Μείων ένα δωμάτιο. Δεν μπορώ να μπω μέσα όσο κοιμάται γιατί σίγουρα θα την ξυπνήσω. Είμαι σίγουρη ότι αυτή έχει πάντα το ένα μάτι ανοιχτό είτε περιμένοντας εμένα για να μου ρίξει ένα από τα αξιολάτρευτα υποτιμητικά βλέμματά της, είτε τον Ζάντερ για να κάνει… δεν ξέρω κι εγώ τι. Οι ελπίδες μου όλο και λιγοστεύουν. Κλείνω προσεκτικά την πόρτα και συνεχίζω στα δεξιά μου. Κάτι μου κεντρίζει το ενδιαφέρον στο τέλος του διαδρόμου. Ένα δωμάτιο. Ένα πολύ μεγάλο δωμάτιο. Μια διπλή τεράστια πόρτα στέκεται μπροστά μου, αφού έχω προσπεράσει και το δικό μου δωμάτιο και δεν έχω δει άλλα στο διάδρομο. Την ανοίγω, ακόμη πιο προσεκτικά από τις άλλες και μπαίνω μέσα. Με ένα γρήγορο υπολογισμό, είναι το μεγαλύτερο του σπιτιού. Το σκοτάδι με εμποδίζει να διακρίνω το χρώμα των τοίχων ή των επίπλων, αλλά φαίνεται μεγαλοπρεπές. Πρέπει να ήταν η κρεβατοκάμαρα των γονιών του Ζάντερ.