Παραλία. Φοίνικες. Άντρες.
Όλα κανονικά δηλαδή. Τους βλέπω με την άκρη του ματιού μου να παλεύουν σε μια άκρη της παραλίας. Αυτή τη φορά όμως, ο γεροδεμένος είναι πληγωμένος.
Και είναι πληγωμένος πολύ άσχημα. Με κάποιο τρόπο ο γέρος τον έχει βάλει κάτω και τον χτυπάει. Ο γεροδεμένος, μόλις αντιλαμβάνεται την ύπαρξή μου, αρχίζει να με φωνάζει.
«’Ειπριλ! Πρέπει να με βοηθήσεις! Κουνήσου!»
Έχω κοκαλώσει. Κάτι όχι και τόσο πρωτότυπο για αυτά τα όνειρα. Αυτή τη φορά όμως κάτι με παρακινεί να τρέξω κοντά του.
Ο γεροδεμένος βγάζει μια κραυγή πόνου. «Γρήγορα!», προστάζει. Αυτή τη φορά αρχίζω να τρέχω. Όχι για να ξεφύγω από αυτό το όνειρο, αλλά για να βοηθήσω τον άνδρα. Η απόσταση είναι αρκετά μεγάλη, αλλά αποφασίζω πως αυτό δεν έχει σημασία.
«Πες του να φύγει!», φωνάζει ο γεροδεμένος.
Ω, βέβαια, σκέφτομαι. Γιατί άμα του πω να φύγει, αυτός θα ακούσει αμέσως τις εντολές μου.
«Ευχήσου να φύγει! Ευχήσου το και θα γίνει!», ξαναφωνάζει.
Μα τι λέει? Μάλιστα, γεροδεμένε. Το έλυσες το μυστήριο!
Καθώς τρέχω τα βλέμματά μας συναντώνται. Με τον γεροδεμένο φυσικά. Τον κοιτάω με απορία και φαίνεται να καταλαβαίνει το λόγο.
«Είναι το όνειρό σου! Άμα του πεις να φύγει, θα σε υπακούσει!»
Εντάξει, αυτό ίσως και να βγάζει λίγο νόημα. Αλλά και πάλι . Τόσο καιρό ευχόμουν να φύγω από αυτό το όνειρο και δεν γινόταν τίποτα. Τι θα αλλάξει τώρα?
Έχω επιτέλους φτάσει σε απόσταση πενήντα μέτρων από τους άντρες.
Λίγο ακόμα, παρακινώ τον εαυτό μου. Τα πόδια μου δεν με κρατάνε και τόσο βέβαια.
Επιτέλους φτάνω κοντά τους. Ο γεροδεμένος με κοιτάει με νόημα. Με μια τεράστια δόση αμφιβολίας, αναφωνώ: «Φύγε!»
Τίποτα. Όπως το περίμενα.
Ο γεροδεμένος με κοιτάει με απογοήτευση. Αυτό δεν μου είπε να κάνω? Στο κάτω κάτω, δεν έχω κανένα λόγο να τον βοηθήσω. Χάρη του κάνω και αυτός με κοιτάει αποδοκιμαστικά.
«Πρέπει αν το θέλεις και λί-». Δεν πρόλαβε να τελειώσει την πρότασή του καθώς ο γέρος του έχωσε μια δυνατή κλοτσιά στα πλευρά.
Ένιωσα δάκρυα να ανεβαίνουν στα μάτια μου. Όχι, δεν θα τον άφηνα να τον σκοτώσει.
«Φύγε»,, ξαναφωνάζω, πιο επιτακτικά αυτή τη φορά.
Ξαφνικά, ο γέρος εξαφανίζεται. Ο γεροδεμένος ξεφυσάει κι εγώ τρέχω κοντά του.
«Καιρός δεν ήταν?», λέει.
Ααα μπράβο. Παραλίγο να πεθάνει και έχει όρεξη για χιούμορ.
«Μόλις σου έσωσα τη ζωή και δεν μου έχεις πει ούτε ένα ευχαριστώ», λέω.
«Α, σωστά. Σε ευχαριστώ που για ένα μήνα με άφηνες να βασανίζομαι και εσύ καθόσουν αραχτή στην παραλία σου. Σε ευχαριστώ ΠΆΡΑ πολύ!»
Σαν πολύ θράσος έχει για ετοιμοθάνατος αυτός.
«Ξέρεις, δεν το έχω και σε δύσκολο να ευχηθώ να φύγεις κι εσύ από εδώ», του απαντάω.
«Όχι!»
Καλά, γιατί κωλύεται τόσο αυτός?
«Καλά, καλά ηρέμισε φίλε μου» Ο Θεός να σε κάνει, σκέφτομαι.
«Έιπριλ, τα πράγματα είναι πιο σοβαρά απ’ότι νομίζεις»
«Πώς ξέρεις το όνομά μου?» Αυτή ήταν ερώτηση που με στοίχειωνε εδώ και μέρες.
«Κάτσε κάπου να μιλήσουμε»
«Ω, λες να μην αντέξω αυτά που θ’ ακούσω?», ρωτάω ειρωνικά.
«Κάτσε και βλέπουμε», λέει.
Βρίσκω ένα πεσμένο κορμό και κάθομαι.
«Ακούω, λοιπόν»
«Ας το πάρουμε από την αρχή.», λέει.
«Αυτό θα ήταν πολύ βολικό», λέω με ένα μειδίαμα.
Χαμογελάει. Αυτό μου δίνει ένα συναίσθημα ικανοποίησης.
«Έχεις ακούσει τίποτα για τους αγγέλους?», ρωτάει.
«Φυσικά. Φτερά, φωτοστέφανα, κρίνοι. Τέτοια πράγματα.», λέω.
«Ωχ, έχουμε δρόμο μπροστά μας.»
«Είμαι όλη αυτιά, λοιπόν»
«Κάθε άνθρωπος στη γη, έχει τον φύλακα άγγελό του.», λέει.
«Κάτι έχει πάρει τ’ αυτί μου», λέω.
«Ε λοιπόν, εγώ είμαι ο δικός σου.»