Νιώθω το αίμα μου να παγώνει. «Τι εννοείς το ξέρεις?», ρωτάω μπερδεμένη. Υποτίθεται ότι ο Ζάντερ είχε βάλει παραισθήσεις στο μυαλό της. Αλλά και πάλι, ο Ζάντερ δεν είναι και στα καλύτερά του.
«Εννοώ ότι το ξέρω. Ξέρω τι έκανες. Δηλαδή όχι, τι έκανες, αλλά πού μπορεί να πήγες», λέει με τα μάτια καρφωμένα στο πάτωμα. Ξεφυσάει και συνεχίζει, ακόμη χωρίς να με κοιτάξει στα μάτια. «Το υποψιάστηκα. Όταν καθίσαμε όλοι μαζί για φαγητό. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι εσένα να είσαι από πάνω μου και τον φίλο σου να μην κάνει τίποτα. Σαν να ήξερε τι μου συνέβαινε αλλά να μην αντιδρούσε. Όταν ξύπνησα δεν ήταν κανείς στο σπίτι. Άρχισα να τρομάζω. Μίλησα κατευθείαν με την Άννα. Δεν ήξερε τίποτα, ούτε εκείνη ούτε η Έμμα. Μετά άρχισα να ενώνω τα κομμάτια του παζλ. Ξέρεις, ο πατέρας σου με είχε προειδοποιήσει για όλους τους κινδύνους. Μου είχε μάθει να ξεχωρίζω τους αγγέλους. Κι εσύ νεαρέ μου» λέει κοιτάζοντας τον Ζάντερ «φαίνεσαι από χιλιόμετρα ένας. Έπρεπε να το είχα καταλάβει νωρίτερα. Πώς είσαι?», λέει κοιτάζοντας επιτέλους στα μάτια μου.
Αλλά το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι ότι η μαμά μου ήξερε. Από την αρχή ήξερε. Ήξερε για τον μπαμπά, για εμένα. Και δεν είπε λέξη. Δεν κάνω τον κόπο να ρωτήσω γιατί. Ξέρω ήδη ποια θα είναι η απάντηση. Για να σε προστατεύσω. Πολύ κλισέ για τα γούστα μου.
«Είμαι καλά», λέω τελικά. «Και εσύ ήξερες. Δεν με νοιάζει γιατί, αλλά δεν θεώρησες σημαντικό να μάθω πραγματικά τον εαυτό μου. Πόσα ξέρεις?», ρωτάω προσπαθώντας να διατηρήσω την ψυχραιμία μου.
«Όχι και τόσα όσα νομίζεις. Μόνο τα βασικά για τους αγγέλους», λέει και το βλέμμα της καρφώνεται για ακόμη μια φορά πού αλλού? Στο πάτωμα. Όσο χαμηλό, δηλαδή, είναι και το επίπεδο εμπιστοσύνης μου για την μητέρα μου πλέον.
«Τα βασικά», επαναλαμβάνω αλλά δεν μπορώ να συγκρατήσω ένα πικρό γέλιο που βγαίνει από το στόμα μου. Νιώθω το χέρι του Ζάντερ στον ώμο μου αλλά αποτραβιέμαι. «Και δεν μπήκες στον κόπο να μου πεις τίποτα! Ε, λοιπόν, ξέρεις κάτι? Αν μου είχες μιλήσει, αν με είχες προειδοποιήσει για το τι πρόκειται να αντιμετωπίσω, ίσως ο μπαμπάς να ήταν ακόμα ζωντανός! Ήταν μπροστά μου και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να τον βοηθήσω!» Βλέπω δάκρυα να κυλούν από τα μάτια της μητέρας μου. Δεν την έχω ξαναδεί να κλαίει. Νιώθω μια τσιμπιά ενοχής, αλλά αποφασίζω ότι δε με νοιάζει. Πόσες φορές έκλαψα εγώ για τον χαμένο πατέρα μου? Οπότε συνεχίζω. «Θα μπορούσα να τον βοηθήσω όμως. Αν εσύ δεν κρατούσες τα πάντα για τον εαυτό σου! Εγωίστρια. Αυτό είσαι. Τα πράγματα θα είχαν εξελιχθεί τόσο διαφορετικά αν εσύ-»