Κάνω ένα βήμα μπροστά και παραπατώ στο σκαλί που δεν είχα προβλέψει ότι υπάρχει μπροστά μου. Πέφτω στα γόνατα και προσπαθώ να προσαρμόσω τα μάτια μου στο σκοτάδι. Εύχομαι να είχα ένα φακό μαζί μου. Από συνήθεια, βάζω το χέρι στην τσέπη μου για να φτάσω το κινητό μου, το οποίο μετά από λίγη σκέψη θυμάμαι ότι έχω αφήσει στην Ατλάντα. Η μαμά θα έχει φρικάρει τελείως.
Μετά από λίγη ώρα, μπορώ να διακρίνω το χώρο γύρω μου. Βρίσκομαι μέσα σε ένα μικρό δωμάτιο, που απ’ότι φαίνεται, ήταν μυστικό. Είναι γεμάτο με παιχνίδια και πρέπει να καταλάβω μεγάλη προσπάθεια για να μην πατήσω κανένα από αυτά. Προχωράω προς το βάθος του δωματίου για να δω μέχρι πού εκτείνεται. Δεν περνάει και πολλή ώρα μέχρι να γίνω ένα με τον τοίχο μπροστά μου. Το δωμάτιο είναι μικρότερο απ’όσο νόμιζα. Και από μια γρήγορη γύρα, μπορώ να καταλάβω ότι έχει χρόνια να έρθει κάποιος εδώ μέσα. Δεν είναι σα τα υπόλοιπα δωμάτια του σπιτιού. Αυτό φαίνεται πιο ατημέλητο, πιο απεριποίητο, πιο… παιδικό. Ίσως ο Ζάντερ να το είχε κρυφό, να μην άφηνε κανέναν να μπει εδώ μέσα. Ίσως να ήταν ο προσωπικός του χώρος. Χαμογελώ στη σκέψη του Ζάντερ να έρχεται εδώ σαν παιδί και να παίζει με τα παιχνίδια του. Το βιβλίο, Έιπριλ. Το βιβλίο. Συγκεντρώσου.
Το δωμάτιο δεν έχει έπιπλα, οπότε όλες μου οι ελπίδες στηρίζονται στο να είναι κάπου στο πάτωμα. Γονατίζω και αρχίζω να ψάχνω ανάμεσα στα παιχνίδια. Κατά διαστήματα σηκώνω κάτι διαφορετικό από ξύλινα αυτοκινητάκια και ζωάκια, αλλά δεν είναι τίποτα παραπάνω από χαρτιά. Ζωγραφιές. Δεν έχω χρόνο να τις παρατηρήσω όμως, γιατί καθώς πάω να σηκωθώ κρατώντας τες στα χέρια μου και να εγκαταλείψω την προσπάθεια να βρω το βιβλίο, χτυπάω το κεφάλι μου σε ένα ράφι. Πόσο πιο αδέξια μπορώ να γίνω μέσα σε μια μέρα? Οι ζωγραφιές μου πέφτουν από τα χέρια και νιώθω το δωμάτιο να γυρίζει γύρω-γύρω. Μου παίρνει λίγα λεπτά για να μπορώ να δω και πάλι καθαρά και να επανακτήσω την ισορροπία μου. Στρέφω το βλέμμα μου προς το ράφι και ελέγχω εάν υπάρχει κάτι επάνω του, αλλά μάταια αφού το μόνο που καταφέρνω είναι να γεμίσω τα χέρια μου με σκόνη. Ελέγχω το δωμάτιο για άλλα τυχόν έπιπλα, αφού το ράφι δεν τα είχα προσέξει καν στην αρχή, αλλά δεν μπορώ να διακρίνω κάτι. Εκτός από έναν παγκόσμιο χάρτη στον απέναντι τοίχο. Πλησιάζω και προσπαθώ να δω καλύτερα. Ο χάρτης είναι σημειωμένος. Σε διάφορα σημεία υπάρχουν κύκλοι. Ίσως ο Ζάντερ να είχε όνειρα για ταξίδια όταν ήταν μικρός. Εγκαταλείποντας κάθε προσπάθεια , κατευθύνομαι προς την πόρτα. Μέχρι που για ακόμη μια φορά, κάτι εμποδίζει το δρόμο μου, πιθανώς δημιουργώντας ένα καρούμπαλο στο κεφάλι μου-εάν δεν το έχει δημιουργήσει ήδη το ράφι. Σοβαρά τώρα? Εγώ γιατί δεν τα βλέπω όλα αυτά? είμαι σίγουρη ότι αν κάνω ακόμη μια βόλτα στο δωμάτιο θα χτυπήσω πάλι σε έπιπλα που δεν έχω προσέξει. Αλλά αυτό που βρίσκεται μπροστά μου κεντρίζει την προσοχή μου. Ένα ντουλάπι. Προσπαθώ να το ανοίξω, αλλά μάταια, αφού είναι κλειδωμένο. Χωρίς να θέλω να χαλάσω τα έπιπλα του σπιτιού του Ζάντερ, αλλά και ταλαιπωρημένη από την όλη προσπάθεια να ψάχνω χωρίς να βρίσκω, τραβώ το δαχτυλίδι μου από το χέρι μου. Το τοποθετώ, με μια σουβλιά ενοχής, στην κλειδαριά του ντουλαπιού και αναρωτιέμαι ποια θα είναι η αντίδραση του Ζάντερ όταν μάθει ότι παραβίασα τον προσωπικό του χώρο, όσο βλέπω το δαχτυλίδι να λιώνει το μέταλλο, κάνοντας το ντουλάπι να ανοίγει. Και μέσα του ένα βιβλίο. Πολύ βολικό, δε λέω.
Το παίρνω στα χέρια μου και φυσάω τη σκόνη από πάνω του. Αυτό πρέπει να είναι, αλλά δεν μπορώ να είμαι και σίγουρη, αφού δεν το έχω δει ποτέ. Το κρατάω στην αγκαλιά μου, βγαίνω από το μικρό δωμάτιο κλείνοντας την πόρτα προσεκτικά πίσω μου, περνάω από το παιδικό δωμάτιο του Ζάντερ και κατευθύνομαι όσο πιο γρήγορα μπορώ προς το δωμάτιό μου. Όταν φτάνω, ξαπλώνω στο κρεβάτι, και παρατηρώ το βιβλίο. Από έξω είναι επικαλυμμένο με πράσινο δέρμα. Είναι μεγάλο. Πολύ μεγάλο. Αλλά όμορφο.
Το ανοίγω προσεκτικά στην πρώτη σελίδα. « Άγγελοι: η ιστορία μας»
Μπίνγκο!
Ξεφυλλίζω τις σελίδες και προσπαθώ να πιάσω λέξεις. Αλλά με την κούρασή μου, δεν μπορώ να καταλάβω και πολλά.
Έτσι, το ακουμπώ πάνω στο κομοδίνο μου και υπόσχομαι να το διαβάσω αύριο.
Μια σκέψη όμως με επαναφέρει στην πραγματικότητα πριν με πάρει για τα καλά ο ύπνος.
Τι κι αν ο Ζάντερ έρθει στο δωμάτιο και δει το βιβλίο?
Αυτό σίγουρα δεν το θέλουμε. Προς το παρόν, θέλω να το κρατήσω εγώ. Και επίσης, εάν του το έλεγα θα χρειαζόταν να περνάμε αμέτρητες ώρες μαζί, αναλύοντας τα στοιχεία που αντλούμε από αυτό. Κάτι που δεν τα ήταν και τόσο βολικό για την απομακρύνσου-όσο-πιο-διακριτικά-μπορείς-από-τον-Ζάντερ επιδίωξή μου.
Απλώνω το χέρι μου για να πάρω το βιβλίο από το κομοδίνο, αλλά καθώς το κάνω, ένα χαρτί πέφτει μέσα από αυτό. Ανακάθομαι και σκύβω για να το μαζέψω.
Θα διαβάσω μόνο αυτό και θα κοιμηθώ, υπόσχομαι στον εαυτό μου.
Είναι ένα γράμμα.
Αγαπητέ Κάρλος,
Πού είσαι? Μας έχεις λείψει τόσο πολύ. Σε παρακαλώ γύρνα κοντά μας. Ελπίζω να μην συνέβη κάτι κακό. Εύχομαι να είσαι καλά. Αλλά δώσε ένα σημάδι ζωής. Ανησυχώ.
Με αγάπη,
Η Άννα σου.
Εντάξει, αυτό ήταν παράξενο. Ποιος είναι ο Κάρλος και ποια η Άννα του?
Δεν έχω ούτε το κουράγιο, ούτε την όρεξη για να το ψάξω τώρα. Όλα θα γίνουν από αύριο. Τοποθετώ το χαρτί μέσα στο βιβλίο και το βιβλίο κάτω από το μαξιλάρι μου. Δεν είναι και τόσο βολικό, αλλά αυτή τη στιγμή, ακόμη και στο πάτωμα να κοιμόμουν, δεν θα με πείραζε.
Κλείνω, λοιπόν, τα μάτια μου και αφήνω τον ύπνο να με πάρει στην αγκαλιά του.