«Περίμενε», λέω σταματώντας τον από τον διεκτινισμό του. «Έχω κάποια πράγματα που θέλω να πάρω.»
Μου χαμογελάει ενθαρρυντικά και τρέχω στο δωμάτιό μου. Δεν μπορώ να φύγω χωρίς να πάρω το σπρέι μου. Δεν μου δόθηκε ακόμη η ευκαιρία να το χρησιμοποιήσω, αν και γι’αυτό έχω ανάμεικτα συναισθήματα. Θα μου άρεσε να το χρησιμοποιήσω, όπως μου αρέσει να χρησιμοποιώ πράγματα με ισχύ, αλλά καλύτερα να μην βρισκόμαστε κάτω από συνθήκες που θα με κάνουν να το χρησιμοποιήσω εν τέλει.
Το εντοπίζω πάνω στο κομοδίνο και το βάζω στην τσέπη μου. Πριν φύγω από το δωμάτιο, θυμάμαι το ημερολόγιο του Ζάντερ οπότε το παίρνω κι αυτό μαζί μου. Ξέρω ότι το βιβλίο του μπαμπά του το έχει εκείνος στο σαλόνι, οπότε δεν νομίζω να έχω ξεχάσει κάτι άλλο.
Κάνω την τελευταία μου βόλτα στους διαδρόμους του σπιτιού και θυμάμαι αυτές τις λίγες μέρες που πέρασα εδώ. Έγιναν τόσα πολλά μέσα σε μόνο λίγες μέρες! Νιώθω ένα τσίμπιμα στην καρδιά όταν φτάνω στο σαλόνι σκεπτόμενη ότι ίσως να μην ξαναέρθω ποτέ εδώ. Θα μπορούσα να περάσω όλη μου τη ζωή σ’αυτό το μέρος. Ίσως να με ελκύει το γεγονός ότι είναι τόσο ήσυχο και απομονωμένο. Ούτως η άλλως, ποτέ δεν ήμουν τόσο καλή στις δημόσιες σχέσεις. Εδώ δεν θα είχα να ασχοληθώ με κάτι τέτοιο.
Παρατηρώ ότι ο Ζάντερ δεν είναι στο σαλόνι και αυτό με κάνει να ανησυχώ.
Όχι πάλι, σκέφτομαι. Τρέχω στην κουζίνα για να δω αν ο Τόμι είναι εκεί και προς μεγάλη μου έκπληξη είναι ακόμη αναίσθητος. Αυτός ο άνθρωπος θα μου δημιουργήσει σίγουρα ψυχολογικά προβλήματα. Θα καταλήξω να κοιμάμαι με το ένα μάτι ανοιχτό μπας και έρθει από πάνω μου με κανένα μαχαίρι.
Αλλά ο Ζάντερ είναι ακόμα άφαντος. Πράγμα που δεν κάνει την κατάσταση καλύτερη. Με κρύο ιδρώτα να αρχίζει να με λούζει τρέχω στο σαλόνι. Και τον βλέπω. Νιώθω μια τεράστια ανακούφιση βλέποντας ότι είναι καλά αλλά και μια ακόμη πιο τεράστια επιθυμία να του χώσω μια μπουνιά στα μούτρα, μόνο και μόνο επειδή με τρόμαξε.
«Γιατί τρέχεις? Εντάξει μην αγχώνεσαι, δεν θα ξυπνήσει. Τουλάχιστον για την ώρα», λέει αναφερόμενος προφανώς στον Τόμι.
«Είσαι πολύ μεγάλος βλάκας», του λέω, αλλά η μπουνιά που σκεφτόμουν πριν έχει αντικατασταθεί από μια αγκαλιά. Τι να έκανα, εξάλλου? Ξέρεις Ζάντερ είσαι πολύ βλάκας επειδή νόμιζα ότι έπαθες κάτι και κανονικά δεν θα έπρεπε να σου θυμώσω γι’αυτό γιατί δεν θα έβγαζε νόημα αλλά, να, είναι που δεν θέλω να σε χάσω. Ξανά.