Προχωράμε βυθισμένοι σε μια αμήχανη σιωπή προς το σπίτι της Έμμα, όταν η Λίζι μιλάει.
«Σ’ευχαριστώ», λέει με τη γλυκιά φωνούλα της. «Απλά ήθελα να στο πω κι εγώ η ίδια», συμπληρώνει. Θέλω να της πω ότι δεν έκανα και τίποτα σπουδαίο και ότι έχω ξαναβρεθεί σε αυτή τη θέση. Και να βοηθάω αλλά και να με βοηθούν. Συνήθως δεν θέλω να θυμάμαι τη φορά που βρέθηκα εγώ στη θέση της Λίζι, αλλά σε κάτι τέτοιες στιγμές είναι αναπόφευκτο.
Ήμουν δεκαπέντε. Εγώ , η Έμμα και ο Σέιν είχαμε βγει πρώτη φορά έξω μέχρι αργά για να πάμε σε ένα πάρτυ. Είχαμε συνεννοηθεί να μας γυρίσει ο αδερφός του Σέιν στα σπίτια μας μόλις θα τελείωνε το πάρτυ, αλλά αργότερα μάθαμε ότι η κοπέλα του είχε μπλεχτεί σε ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα και έπρεπε να πάει επάγοντος στο νοσοκομείο. Αφού κατανοήσαμε την κατάσταση, είπαμε ότι δεν πειράζει να γυρίσουμε μόνοι μας. Με το τέλος του πάρτυ, αρχίσαμε όλοι μαζί να κατευθυνόμαστε στο σπίτι του Σέιν που ήταν πιο κοντά, συνέχισα με την Έμμα μέχρι το σπίτι της και μετά έμεινα να περπατάω μόνη μου στους δρόμους της Ατλάντα. Δεν είχα βρει λόγο να φοβηθώ τότε. Δεν ήξερα τι μπορούσε να μου συμβεί. Χωρίς να το περιμένω, τρεις άντρες με έπιασαν από τα πόδια και από τα χέρια και με μετέφεραν σε ένα μέρος που δεν ήξερα. Άρχισα να κουνάω τα χέρια και τα πόδια μου όσο περισσότερο μπορούσα μήπως και καταφέρω να ξεφύγω, αλλά μάταια. Είχα σοκαριστεί όταν έμαθα ποιος ήταν ο σκοπός τους και δεν ήταν διαφορετικός από αυτόν των σημερινών αντρών που πήραν τη Λίζι. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Θυμάμαι να νιώθω τρομοκρατημένη, να πιστεύω ότι η ζωή μου θα τελείωνε εκεί και παρακαλούσα για ένα θαύμα. Τότε άκουσα τους πυροβολισμούς. Τα ρούχα μου είχαν γεμίσει αίμα, αλλά δεν ήταν δικό μου. Ήταν των αντρών που με είχαν απαγάγει. Είδα τη φιγούρα του στο σκοτάδι και για μια στιγμή νόμιζα ότι το μαρτύριό μου δεν είχε τελειώσει. Αλλά με πήρε αγκαλιά και με καθησύχασε. Είχε σκοτώσει τους άντρες που μου είχαν επιτεθεί. Τότε ήταν γύρω στα σαρανταπέντε. Τώρα διδάσκει αυτοάμυνα στο σχολείο μας. Δεν ξέρω πώς θα μπορέσω να ξεπληρώσω το χρέος μου στον Πάρκερ Γιόχανσον. Για τρία χρόνια υπήρξε ο πατέρας που δεν είχα. Πρέπει να θυμηθώ να τον χαιρετήσω όσο είμαι εδώ.
«Είσαι σίγουρη ότι είσαι καλά?», λέει ο Μικαλάι διακόπτοντας από το συλλογισμό μου.
Νεύω. «Φτάσαμε.»
Στα δευτερόλεπτα που κάνει η Έμμα για να ανοίξει την πόρτα προσπαθώ να προετοιμαστώ ψυχολογικά. Χωρίς αποτέλεσμα.