Όχι, δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό. Όχι, όχι, όχι.
«Ζάντερ?», ψιθυρίζω.
Καμία απάντηση.
«Ζάντερ?», τώρα ουρλιάζω.
Χωρίς να μου μένει τίποτα να κάνω, ξαπλώνω πάνω του με δάκρυα να κυλούν από τα μάτια μου. Και τελικά αποκοιμιέμαι στην αγκαλιά του. Μάλλον για πρώτη και τελευταία φορά.
Ο ήχος του ονόματός μου με ξυπνάει μετά από λίγο. Γυρνάω να δω ποιος με φωνάζει.
«Έιπριλ!»
Το πραγματικό μου όνομα. Υποτίθεται ότι όλοι εδώ με ξέρουν ως Οφίλια ή Λία τέλος πάντων.
Χωρίς να θέλω να απομακρυνθώ από τον Ζάντερ, σηκώνομαι και ψάχνω για κάποιον άλλον στο διάδρομο.
Κανείς.
«Έιπριλ!»
Γυρνάω προς τα αριστερά μου και τότε θυμάμαι. Ο άντρας που ήταν στο διπλανό κελί. Προφανώς θα άκουσε τις τελευταίες λέξεις του Ζάντερ.
«Ποιος είσαι?», ρωτάω.
«Έλα για να δεις και μόνη σου.», απαντάει. Η φωνή του μου φαίνεται γνωστή. Με βαριά καρδιά αφήνω τον Ζάντερ και βγαίνω έξω από το κελί του. Κατευθύνομαι προς το τέλος του διαδρόμου ώσπου να τον δω. Είναι πολύ αλλαγμένος από την τελευταία φορά που τον είχα δει. Τα ρούχα του είναι κουρελιασμένα, το πρόσωπό του γεμάτο ρυτίδες και τα μάτια του γεμάτα δάκρυα. Αλλά δεν θα μπορούσα να μην τον αναγνωρίσω.
Δεν θα μπορούσα να μην αναγνωρίσω τον ίδιο μου τον πατέρα.
«Μπ-μπαμπά?», καταφέρνω και λέω τελικά.
«Ναι, πριγκίπισσα.»
Πολύ καιρό είχε κάποιος να με φωνάξει έτσι. Σχεδόν 8 χρόνια. Τώρα συνειδητοποιώ πόσο μου έχει λείψει.
«Είναι αλήθεια? Είσαι ένας από αυτούς?», ρωτάω σοκαρισμένη.
«Αν μπορείς να μου ανοίξεις θα σου τα πω όλα. Και γρήγορα, δεν έχουμε πολύ χρόνο.»
Όσο πιο γρήγορα μπορώ, παίρνω το δαχτυλίδι και το τοποθετώ στο κάτω μέρος της πόρτας του κελιού του. Αρχίζει αμέσως να λιώνει το σίδερο. Μόλις το άνοιγμα είναι αρκετά μεγάλο, τον βοηθώ να βγει έξω.
Σηκώνεται όρθιος και με σφίγγει στην αγκαλιά του.
«Πόσο μου έλειψες γλυκιά μου», λέει.
«Κι εμένα μου έλειψες μπαμπά.», λέω. «Και στη μαμά έλειψες. Δεν μιλάει πολύ για σένα, αλλά μπορώ να το καταλάβω», συμπληρώνω.