Part 40 {special}

2.9K 204 17
                                    

Μια μεγάλη χαρούμενη παρέα.

Τέλεια.

Περιμένω τον Ζάντερ να αρχίσει να μου βάζει τις φωνές που έφυγα βραδιάτικα μόνη μου και μάλιστα χωρίς να του το πω, αλλά αντιθέτως  έρχεται με φόρα προς το μέρος μου και τυλίγει τα χέρια του γύρω μου. Πιέζω το κεφάλι μου στο λαιμό του και ξεχνάω για πόση ώρα μένουμε έτσι. Μου έχει λείψει τόσο πολύ. Πιέζω τον εαυτό μου να απομνημονεύσει το άρωμά του. Μετά από λίγο αποτραβιέται και πιάνει με τα δυο του χέρια το πρόσωπό μου.  Νιώθω ανίκανη να κοιτάξω κάτι άλλο εκτός από τα μάτια του. Είναι τόσο ζεστά και μπορείς να χαθείς τόσο εύκολα μέσα στο γαλάζιο χρώμα τους.

«Μην το ξανακάνεις ποτέ αυτό. Ποτέ», λέει τόσο σιγανά ώστε κι εγώ με δυσκολία καταλαβαίνω τις λέξεις.

«Μήπως να φύγουμε από το δωμάτιο?», λέει η Έμμα προσπαθώντας να με επαναφέρει στην πραγματικότητα. Απομακρύνομαι από τον Ζάντερ και απλώνεται μια αμήχανη σιωπή. Δαγκώνω το κάτω χείλος μου περιμένοντας κάποιον άλλον να μιλήσει ή να μου βάλει τις φωνές ή να κάνει κάτι τέλος πάντων. Παρακολουθώ τον Ζάντερ να έχει περασμένο το ένα χέρι του πίσω από το κεφάλι του. Δεν μπορώ να μη χαμογελάσω. Όλοι κοιτάνε μία εμένα και μία τον Ζάντερ.

«Λυπάμαι που έφυγα μέσα στη νύχτα χωρίς να πω τίποτα, αλλά είχα εκνευριστεί –και ακόμα εκνευρισμένη είμαι δηλαδή- και ήθελα να δω την Έμμα. Επιπλέον, έσωσα ένα κορίτσι από βιασμό, παρόλο που είχα ξεχάσει το μαχαίρι μου στο σπίτι. Τουλάχιστον όμως δεν ξέχασα κάτι σημαντικό, όπως ας πούμε το αιώνιο μυστικό του άντρα μου για παράδειγμα», λέω και το βλέμμα μου πέφτει πάνω στη μαμά μου.  Εκείνη με κοιτάει απολογητικά κι έτσι δεν το συνεχίζω. Ο Μικαλάι είναι ο πρώτος που χαμογελάει με την ελαφρώς ανεπιτυχή προσπάθειά μου να σπάσω τη σιωπή. Η Έμμα τον καρφώνει με ένα από τα επιθετικά αλλά τύπου-φλερτ βλέμματά της. Κάτι θα παίξει μ’αυτούς είμαι σίγουρη.

«Συγγνώμη», πετάγεται η μαμά μου. Γυρίζω να την κοιτάξω.  Δεν θέλω να της κρατάω κακία. Ο Ζάντερ είχε δίκιο όταν έλεγε να εκτιμήσω το γεγονός ότι έχω τουλάχιστον έναν γονιό ζωντανό. Ναι, έκανε λάθος. Αλλά το κατάλαβε. Δεν έχει νόημα να είμαι θυμωμένη τώρα. Ό,τι έγινε έγινε. Δεν μπορεί να αλλάξει κάτι.

«Έπρεπε να στο είχα πει και-»

«Δεν πειράζει», λέω διακόπτωντάς την. «Δεν αλλάζει κάτι τώρα. Και δεν έφταιγες εσύ που ο μπαμπάς-»

Έρχεται και με αγκαλιάζει. Και τώρα νιώθω επιτέλους ότι είμαι σπίτι. Όσο είναι ακόμα στην αγκαλιά μου, το βλέμμα μου συναντιέται με αυτό του Ζάντερ. Μου χαμογελάει. Είναι περήφανος για μένα.

Απαγορευμένα Όνειρα {GWattys}Nơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ