chapter 1

2.2K 295 48
                                    


❝if I could fly, I'd be coming right back home to you❞

Kiana

Αφότου μπαίνω στο σπίτι, δε βρίσκω κανένα τους εδώ. Φωνάζω τη μαμά, τον μπαμπά, και τον Tom, αλλά τίποτα.

Αφήνω τις βαλίτσες μου στο χολ και περπατάω μέχρι το σαλόνι. Πραγματικά μου έλειψε το μέρος αυτό, το δωμάτιο μου, όλοι αυτοί εδώ οι χώροι που πέρασα ευχάριστες και δυσάρεστες στιγμές με την οικογένεια μου.

Παίρνω το κινητό μου και καλώ αμέσως τη μαμά μου για να δω που είναι, περνάνε αρκετά χτυπήματα μέσα από το ακουστικό μέχρι που ακούω την πρόσχαρη φωνή της να μου απαντά από την άλλη γραμμή.

«Ναι;! Αγάπη μου! Τι κάνεις;!» λέει φωναχτά. 

«Ω, μαμά μου, καλά είμαι.» γέρνω πάνω στην κάσα της πόρτας που οδηγεί από το διάδρομο του χολ στο σαλόνι.

«Εσύ;» την ρωτάω δυνατά μιας και ακούω φασαρία από μέσα.

«Καλά, έχουμε έρθει εδώ στο σπίτι της Anne, ξέρεις,-εμ δε ξέρω αν θυμάσαι τι είναι σήμερα..» λέει πιο χαμηλά τώρα, και λογικά πάει σε άλλο χώρο γιατί τώρα η φασαρία απομακρύνεται και δεν ακούγεται έπειτα καθόλου πια.

«Θυμάμαι. Φυσικά και θυμάμαι, μαμά.» της απαντώ γρήγορα.

«Ναι, ήρθαμε εδώ για να γιορτάσουμε, ξέρεις, εμ μας κάλεσε δε μπορούσαμε ξέρεις- να αρνηθούμε..» μου απολογείται.

«Δε χρειάζεται να μου απολογείσαι μαμά, καταλαβαίνω.» της λέω καθώς παίρνω το σακίδιο μου και βγαίνω ήσυχα από το σπίτι.

Αφού είναι εκεί, θα πάω και εγώ λοιπόν για έκπληξη, αν και διστάζω λέω να το ρισκάρω.

«Θα σε κλείσω όμως τώρα γιατί με φωνάζουν, εντάξει;» της λέω αμέσως μετά βιαστικά.

«Α, α, εντάξει, και εγώ θα πάω από εκεί τότε. Θε-θέλεις να του πω κάτι;» με ρωτάει κοπιαστικά.

«Εμ, όχι, όχι..» της απαντώ καθώς περπατάω γρήγορα στο δρόμο. Ελπίζω να μη με δει κανείς γνωστός ή φίλος εδώ στη γειτονιά και ακουστεί μέσα από το ακουστικό. Δε θέλω να χαλάσει η έκπληξη.

«Δεν είναι κάπως όμως κορίτσι μου; Ένα χρονιά πολλά μόνο θα μπορούσα να του το πω; Δεν έχετε κάτι μεταξύ σας, ούτε που έχετε μαλώσει.» αποκρίνεται.

«Σε κλείνω μαμά.» της λέω γρήγορα και τερματίζω την κλήση δίχως να πω κάτι άλλο.

Δέκα λεπτά μετά φτάνω έξω από την πόρτα του σπιτιού του, όλες οι αναμνήσεις ξυπνάνε και η καρδιά μου σφυροκοπά.

Άραγε θα χαρεί που θα με δει; Θα χαρεί που θα είμαι εδώ στα γενέθλιά του; Κομπιάζω να χτυπήσω το κουδούνι, μα όταν τελικά το κάνω, νιώθω πως τρέμω και το άγχος μου ανεβαίνει.

Είμαι έτοιμη να γυρίσω να φύγω τρέχοντας, αλλά η πόρτα ανοίγει, ούτως ή άλλως το να τον δω δεν είναι κάτι που θα μπορούσα άνετα να αποφύγω όσο βρίσκομαι πίσω στο Holmes Chapel.

Η Anne εμφανίζεται στην πόρτα, χαμογελά και έπειτα με κοιτάζει με γουρλωτά τα μάτια, τα ανοιγοκλείνει και όταν συνηδειτοποιεί πως βρίσκομαι πράγματι μπροστά της βγάζει μια πνιχτή στριγκλιά και με τραβάει στην αγκαλιά της, με σφίγγει και κάνω και εγώ το ίδιο. Ενίοτε από μικρό παιδί την έχω σαν δεύτερη μαμά, την αγαπώ τόσο πολύ ότι κι αν έχει γίνει.

«Γλυκιά μου!» αποκρίνεται. Τραβιέμαι να την κοιτάξω και βλέπω πως έχει βουρκώσει, σκουπίζει γρήγορα ένα δάκρυ που τρέχει στο μάγουλο της και με φέρνει πάλι μες την αγκαλιά της.

Με φιλάει στα μαλλιά και με σφίγγει πάνω της. «Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω, πόσο άλλαξες, πόσο ομόρφυνες.» μου λέει γρήγορα χαϊδεύοντας με. «Έλα, έλα μέσα, έχει κρύο έξω. Πότε έφτασες; Γιατί δεν είπες τίποτα σε κανένα; Πως ήρθες εδώ από το Αεροδρόμιο;» οι ερωτήσεις πέφτουν βροχή καθώς με τραβάει μέσα και κλείνει την πόρτα πίσω μου αμέσως.

«Ήθελα να σας κάνω έκπληξη, μην ανησυ-» πάω να συνεχίσω μα μία φωνή με διακόπτει.

SunlightWhere stories live. Discover now