chapter 14

1.8K 276 43
                                    


❝Wake up, it's time, little girl, wake up, all the best of what we've done is yet to come❞

Kiana

Πέντε ημέρες μετά και βρίσκομαι στο Λονδίνο για να μιλήσω με το πανεπιστήμιο που θέλω να ακολουθήσω.

Είδα περίπου τα πράγματα για την εργασία που μου πρόσφερε στο Holmes Chapel ο Peter, και σε γενικές γραμμές είναι καλή η ευκαιρία, μα πρέπει πρώτα να δω όλες τις επιλογές που έχω και μετά να αποφασίσω.

Έχω μόλις βγει από το κτήριο του πανεπηστημιού και το κινητό μου αρχίζει να χτυπά δυνατά, αποδέχομαι την κλήση και το φέρνω στο αυτί μου για να απαντήσω, «Ναι;»

«Kiana Williams! Πως τόλμησες και έφυγες από το σπίτι χωρίς να το ξέρω;! Και γιατί δεν απαντούσες στις προηγούμενες κλήσεις μου;! Σε έχω πάρει ήδη δέκα φορές! Τι νομίζεις ότι κάνεις;!» φωνάζει μέσα από το ακουστικό η μαμά μου.

Απομακρύνω το κινητό από το αυτί μου αμέσως γιατί η φωνή της μου χτυπά πολύ τον ήδη δυνατό πονοκέφαλο όπου έχω.

«Ήμουν μες το πανεπιστήμιο και συζητούσα με έναν υπεύθυνο.» της απαντώ.

«Τι; Είσαι ήδη στο Λονδίνο; Με ποιο τρένο έφυγες;» με ρωτά αμέσως μετά.

«Με τον έξι και μισή.» της απαντώ.

«Εννέα και μισή ήμουν εδώ. Βρήκα αμέσως κιόλας εύκολα το πανεπιστήμιο. Καλημέρα κιόλας μανούλα.» της λέω κοροϊδευτικά.

«Με έχεις εξοργίσει αφάνταστα! Είσαι άρρωστη! Μπορούσε να περιμένεις λίγες ημέρες!» μου  φωνάζει.

«Εάν συνεχίσεις να μου φωνάζεις, θα στο κλείσω. Μαμά, δεν έχω πυρετό και έχω να κάνω εμετό από εχθές, μόνο λίγο πονοκέφαλο έχω. Είμαι καλά σήμερα.»

Δεν της λέω την πραγματικότητα, πως ο πονοκέφαλος μου έχει δυναμώσει και πως έκανα εμετό στο σταθμό του τρένου μόλις έφτασα στο Λονδίνο. Απλώς ανυπομονούσα να πάω στο πανεπιστήμιο για να μιλήσω με τους υπεύθυνους,  βαρέθηκα να κάθομαι στο σπίτι και να μην κάνω τίποτα. Δε με νοιάζει που είμαι άρρωστη.

«Τελείωσες δηλαδή; Έλα αμέσως σπίτι, θα μου τα πεις όλα από κοντά, και σε κλείνω για να μη σε κουράζω, μα με έχεις εξοργίσει πολύ. Πότε φεύγει το επόμενο τρένο; Να το πάρεις αμέσως και να επιστρέψεις σπίτι.» μου λέει γρήγορα, δυνατά.

Σπίτι. Τι ωραία λέξη για να ναι αληθινή.

«Εντάξει, εντάξει, μαμά. Σε κλείνω για να κοιτάξω μία στο κινητό μου πότε είναι η επόμενη αναχώρηση του τρένου και θα σε καλέσω εγώ.» της λέω.

«Εντάξει. Περιμένω.»

Τερματίζω την κλήση και ανοίγω την αναζήτηση του διαδικτύου για να ψάξω για τα δρομολόγια του τρένου.

Περπατάω αργά και προσεκτικά στο πεζοδρόμιο, σηκώνοντας το κεφάλι μου που και που, σταδιακά, για να δω μήπως ενοχλώ κάποιον περαστικό που θέλει να περάσει.

Ξαφνικά όμως νιώθω λες και είμαι πάνω σε μια κούνια και με κουνάνε ελαφρά, τα μάτια μου θολώνουν και αισθάνομαι το κεφάλι μου βαρύ, την επόμενη στιγμή, νιώθω το σώμα μου στο έδαφος και πόνο στο πρόσωπο μου.

Τα μάτια μου κλείνουν χωρίς να το θέλω. Δε μπορώ να τα κρατήσω ανοιχτά. Δεν έχω τις δυνάμεις. Σκοτάδι. Σκοτάδι. Σκοτάδι. Ακούω φωνές μα δε μπορώ να ανοίξω τα μάτια μου. Νιώθω το πρόσωπο μου να πονά.

SunlightWhere stories live. Discover now