chapter 8

1.8K 291 47
                                    


❝there's nobody like you, nobody like you, I've tried  goodbye a hundred times, not one of them true❞

Kiana

Αφότου χτυπάει την ανοιχτή πόρτα με κοιτάζει στα μάτια, με έναν περίεργο τρόπο, «Να περάσω;» με ρωτάει αργά, η βραχνή του φωνή ή είτε έχει αλλάξει και έχει γίνει ακόμη πιο βαθιά ή εγώ είχα καιρό να συνηθίσω να την ακούω.

«Φυσικά.» του απαντάω αμέσως χωρίς δεύτερη σκέψη. Μπαίνει, κλείνει την πόρτα πίσω του αργά και εγώ ξεροκαταπίνω.

Αγγίζω πίσω στο γραφείο μου και τον κοιτάζω που κοιτάζει τον χώρο του υπνοδωματίου μου λεπτομερειακά.

«Δεν άλλαξες τίποτα.» μουρμουρίζει.

«Εδώ δεν άλλαξα εγώ, θα άλλαζα το δωμάτιο μου;» του αποκρίνομαι με υπονοούμενο.

Αμέσως γυρίζει και με κοιτάζει με βλέμμα που αστράφτει. Είναι όμορφος, ο πιο όμορφος άνδρας εκεί έξω, γιατί πράγματι τώρα με τις αλλαγές του σώματος του, της φωνής του, των χαρακτηριστικών του δείχνει άνδρας. Δεν λέει κάτι, περπατάει περαιτέρω στο δωμάτιο μου και συνεχίζει να το κοιτάζει.

«Ψάχνεις ιδέες για ταπετσαρία ή για διακόσμηση;» τον ρωτάω απότομα.

«Πράγματι δεν άλλαξες καθόλου.» μου χαμογελά στραβά.

«Σε αντίθεση με εσένα.»

«Υπονοείς κάτι; Εάν θέλεις να το πεις απλά πες το.» ανασηκώνει τους ώμους του.

Τώρα το αυστηρό βλέμμα του δεν αφήνει το δικό μου, καλύτερα να κοιτάζει το χώρο γύρω μας παρά εμένα. Τα μάτια του στα δικά μου με κάνουν να νιώθω αδύναμη. Ναι, έχει πολλές επιρροές πάνω μου.

Γυρίζω αμέσως και παίρνω την τσάντα που βρίσκεται παραμελημένη εδώ και μέρες πάνω στο γραφείο μου και του τη δίνω.

«Πάρε αυτό.» του λέω ωμά.

«Τι είναι;» σμίγει τα φρύδια του κοιτώντας αυτό που κρατώ.

«Απλά πάρε το.»
επιμένω έντονα.

Τίνει το χέρι του και πρώτα χαϊδεύει τα δάχτυλα μου με την παλάμη του και έπειτα παίρνει τη τσάντα. Τραβάω το χέρι μου αμέσως πίσω και προσπαθώ να διώξω τις ανατριχίλες και όλα αυτά που ένιωσα μόλις μονάχα από ένα άγγιγμα του.

Ανοίγει τη τσάντα και τον προλαβαίνω πριν ρωτήσει, «Είναι ένα τετράδιο γεμάτο ποιήματα και στίχους από τα ποιήματα του Μπουκόφσκι σου, που όταν διάβασα πρώτες φορές τις λέξεις του, τις προτάσεις του, μου είχες έρθει εσύ στο μυαλό μου.» του εξηγώ.

Με κοιτάζει –σοκαρισμένος νομίζω- και έπειτα πάλι ρίχνει το βλέμμα του στο τετράδιο που κρατά.

Είναι ένα μεγάλο τετράδιο, με δερμάτινο εξώφυλλο, που πηγή ιδέας για αυτό το δώρο ήταν από τον ίδιο, αφού κάτι παρόμοιο σχετικά όμως με τον Νερούδα μου είχε κάνει δώρο την βραδιά πριν φύγω για τη Στοκχόλμη.

«Δε ξέρω γιατί στο δίνω..» καμπυλώνω τα χείλη μου σε έναν απλό μορφασμό, «Απλώς το προετοίμαζα από την πρώτη μέρα που βρέθηκα στη Στοκχόλμη, είναι λίγο μεγαλύτερο από αυτό που έχω από εσένα, ήθελα να στο δώσω στα περσινά σου γενέθλια αλλά ποτέ δεν ήρθα ..» ανασηκώνω τους ώμους μου, «οπότε τώρα ήταν η ώρα υποθέτω.» ολοκληρώνω τα λόγια μου.

Με κοιτάζει πάλι, και αυτήν την φορά θα μπορούσα να πω ότι έχει συγκινηθεί έτσι όπως βλέπω τα μάτια του κόκκινα και υγρά, αλλά δε ξέρω, έχει γίνει τόσο εσωστρεφής και αλλιώτικος που δε μπορώ να εξηγήσω.

Ανοίγει την πρώτη σελίδα και αμέσως θυμάμαι την αφιέρωση που υπάρχει εκεί, κάνω ένα βήμα μπροστά για να του πάρω το τετράδιο ντροπιασμένη, μα με ξέρει τόσο που πριν ακόμη κάνω κίνηση, φεύγει μακριά μου σηκώνοντας το ψηλά.

SunlightWhere stories live. Discover now