Part 43

1.9K 168 10
                                    

Stefan's POV

Χωρίς να περιμένω να μου δώσει την οποιαδήποτε απάντηση, κατευθύνομαι προς την καρέκλα απέναντι από τη δική του και κάθομαι. Εκείνος με κοιτάζει συνοφρυωμένος και έπειτα αναστενάζει.

"Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι εμείς οι δύο έχουμε να μιλήσουμε; Έχεις πάρει πολύ αέρα μικρέ και δε θα σου βγει καθόλου σε καλό...να το θυμάσαι".

"Παραβλέπω το <μικρέ> που ανέφερες και μπαίνω απευθείας στο θέμα. Πού βρίσκεται η μητέρα μου;" τον ρωτάω με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ψυχραιμία μπορώ και φέρνω τα χέρια μου στο στήθος μου, περιμένοντας, σαφώς, να μου δώσει μια καλή απάντηση.

"Γιατί δε ρωτάς την ίδια; Εγώ δεν έχω ιδέα!" 

"Θα στο κάνω πιο εύκολο 'μπαμπά'! Ποιο είναι το καινούργιο της όνομα; Ή καλύτερα...από πού και ως πού η Αθηνά έχει την οποιαδήποτε συγγένεια μαζί μου;" τον ρωτάω ειρωνικά και εκείνος γουρλώνει τα μάτια του. Καταλαβαίνω ότι όχι μόνο η Βικτώρια τον έδωσε στεγνά σε εμένα χωρίς να το γνωρίζει εκείνος, αλλά και ότι, προφανώς, δεν περίμενε ποτέ ότι θα το μάθαινα!

"Για πάρ'το άλλη μία από την αρχή. Ποια συγγένεια;" με ρωτάει ξύνοντας ελαφρώς το σβέρκο του. Πόσο μεγάλος υποκριτής Θεέ μου!

"Κοίτα 'καλέ' μου...ή θα μου εξηγήσεις αμέσως τώρα τι στο δι*ολο συμβαίνει...ή θα σε πάρει και θα σε σηκώσει!" του λέω πιο εξαγριωμένος από ποτέ και εκείνος δείχνει να το αποδέχεται.

"Καλώς. Αφού επιμένεις να μάθεις...θα μάθεις" παίρνει την απόφαση αλλά προτού ξεκινήσει να μου εξηγεί τον σταματάω απότομα.

"Μισό λεπτό. Κάλεσε τη Μάρθα να έρθει εδώ. Αμέσως!"

"Τι νομίζεις ότι κάνεις; Η Μάρθα δεν έχει καμία δουλειά σε αυτή τη συζήτηση!" μου λέει και γελάω.

"Αν κάποια επιβάλλεται να γνωρίζει τι συμβαίνει...τότε αυτή είναι η Μάρθα" τον αγριοκοιτάζω και έπειτα εκείνος αρχίζει να πληκτρολογεί τον αριθμό της.

Περνούν δύο λεπτά και η Μάρθα καταφθάνει στο γραφείο σχεδόν λαχανιασμένη. 

"Με ζήτη-- Stefan! Τι κάνεις εσύ εδώ τόσο νωρίς; Δεν πιστεύω πάλι να σφάζεστε;" ρωτάει και σηκώνω το ένα μου φρύδι.

"Κάθισε θεία" την παροτρύνω καθώς σηκώνομαι από τη θέση μου για να καθίσει.

"Τι συμβαίνει; Αρχίζετε να με τρομάζετε. Πέθανε κάποιος; Πού είναι η Αθηνά; Έπαθε τίποτα εκείνη;" αρχίζει να παραληρεί και χτυπάω το τραπέζι.

"Χτύπα ξύλο! Αν είναι δυνατόν! Μια χαρά είναι η Αθηνά. Λίγο πονοκέφαλο είχε και έκατσε στο ξενοδοχείο να ηρεμήσει" τη βεβαιώνω και ξεφυσά σε ένδειξη ανακούφισης.

"Τότε τι;"

"Αυτό θα το μάθουμε από τον 'καλό μου πατέρα'" τονίζω ειρωνικά και εκείνος με αγριοκοιτάζει.

Two Months In New YorkМесто, где живут истории. Откройте их для себя