Η μπόρα είχε κοπάσει . Τα σύννεφα είχαν διαλυθεί . Η βροχή είχε σταματήσει . Τα άστρα φώτιζαν το νυχτερινό ουρανό . Γαλήνη.
Εκείνη ήταν πάλι μόνη . Όχι ..όχι δεν ήταν μόνη , είχε παρέα , την ίδια που είχε τόσα χρόνια . Ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί . Το αγαπημένο της .
Καθόταν με ένα ποτήρι γεματο με το κόκκινο υγρό στο παραθυρο και χάζευε . Δεν ήξερε τι ακριβώς . Απλώς κοιτούσε . Όπως κάθε βράδυ .
Το βλέμμα της έπεσε στο χέρι της . Χαμογέλασε ελάχιστα . Ήταν αλκοολικια; Πολύ πιθανών . Έτσι δεν το όριζαν όλοι ; Πίνεις ακατάπαυστα πολύ , δίχως σταματημό , λες και η ζωή σου εξαρτιέται μονο από αυτό . Είναι εμμονή ,αρρώστια . Ω ναι σίγουρα ήταν άρρωστη , σύντομα θα κατέληγε σε κανένα νοσοκομείο με σοβαρά προβλήματα στο συκώτι . Εαν δεν το είχε ήδη καταστρέψει .
Ήταν αυτοκαταστροφική , έκανε κακό στον εαυτό της . Αυτό το μαρτυρούσαν και οι χαρακιες στο σώμα της , ανεξίτηλα σημάδια του τι είχε περάσει . Πάντα όμως με μέτρο . Να λιποθυμούσε ; Πολλές φορές της είχε συμβεί . Να κατέληγε στο νοσοκομείο με τραύματα ; Το ίδιο . Ποτέ όμως σε υπερβολικό βαθμό , έτσι ώστε να πεθάνει .
Δεν μπορούσε να πεθάνει . Όχι πριν λυτρωνόταν . Εκδίκηση . Ο μόνος όρκος που είχε πάρει και είχε τηρήσει , από μικρό παιδί .
Ήταν γοητευτική γυναίκα . Ναι άλλοι θα την χαρακτήριζαν και εκθαμβωτική . Το γνώριζε . Δεν άφηνε το αντίθετο φύλλο ασυγκίνητο , ούτε στο ελάχιστο . Κι αυτό το εκμεταλλευόταν όποτε είχε ανάγκη , όπως οτιδήποτε της δινόταν στη ζωή (εάν κανείς θα μπρουσε να αποκαλέσει όλο αυτό ζωή) καλό ή κακό .
Η πόρτα άνοιξε απότομα , και μια αντρική φιγούρα την πλησίασε βαδίζοντας γρήγορα . Χαμογέλασε ειρωνικά και γύρισε να τον κοιτάξει .
Ψηλός , με καστανα μαλλιά , γεροδεμένος σώμα και ναι εκείνα τα πράσινα μάτια που ήταν ίδια με τα δικά της .
«Πως και γύρισες ;»
«Δεν είχα όρεξη να καθίσω άλλο . Δεν σου ελλειψα αδελφούλα ;»
Καθόλου ήθελε να του απαντήσει αλλά κατέπνιξε την επιθυμία της . Τον αγαπούσε αληθινά . Ίσως να ήταν και ο μόνος που κρατούσε ακόμα ζωντανό αυτό το συναίσθημα μέσα της .
Του γύρισε την πλάτη κοιτάζοντας για ακόμα μια φορά την φωταγωγημένη πόλη . Έφερε το ποτήρι στα χείλη της καταπίνοντας μια γερή δόση από το ποτό της .
«Θα καταστρέψεις το συκώτι σου αν συνεχίσεις έτσι .»
Γέλασε . Πάντα η ίδια συμβουλή , λες και θα πετύχαινε κάτι με το να της το υπενθυμίζει .
«Όλοι θα πεθάνουμε κάποτε . Ίσως για εμένα να είναι αυτός ο τρόπος . Αλλά όχι ..όχι ακόμα ...όχι πριν τους καταστρέψω .»
«Ίσως πλέον να ήρθε η στιγμή .» Τα λόγια του την έκαναν να τον ξανά κοιτάξει .
«Τι εννοείς ; Υπάρχει κανένα νέο ;»
«Ναι ...μπορείς να χωθείς στην ζωή τους πλέον δίχως εμπόδια .»
Ένα σατανικό χαμόγελο απλώθηκε στα σαρκώδη χείλη της .
«Τέλεια . Επιτέλους . Χρόνια ολόκληρα περίμενα για αυτή τη στιγμή .»
«Ξέρεις τι πρέπει να κανείς ;»
Η γυναίκα σηκώθηκε και έκατσε κοντά του , στον μεγάλο καναπέ του σαλονιού .
«Φυσικά , είναι απλό . Μπαίνω στη ζωή του , τον κάνω να με ερωτευτεί και τότε όλοι πέφτουν στην παγίδα .»
«Θα τα καταφέρεις ;» Την ρώτησε καθώς έβγαζε ένα τσιγάρο και το τοποθετούσε ανάμεσα στα χείλη του .
Εκείνη γέλασε ειρωνικά, έπειτα τον κοίταξε έντονα στα μάτια .
«Προετοιμάζομαι όλη μου τη ζωή γι αυτό . Αποκλείεται να μην τους ισοπεδώσω .» Έφερε το γυάλινο ποτήρι στα βαμμένα της χείλη και ήπιε μια γερή γουλιά .
«Ποτε ξεκινάμε ;» Τον ρώτησε μετά από λίγα λεπτά σιωπής . Ένιωθε την αδρεναλίνη να ανεβαίνει στο αίμα της καθώς η δικαίωση πλησίαζε όλο και πιο πολύ .
«Το συντομότερο . Περιμένω την έγκριση σου . Μπορείς να κανεις πίσω οποιαδήποτε στιγμή .»
«Αντώνιο μην το ξαναπείς αυτό . Είναι ο στόχος μου . Γι αυτό εκπαιδευόμουν τόσα πολλά χρόνια.»
«Αριελλα...»
«Θέλω να πονέσουν όσο εγώ . Δεν θα τους αφήσω έτσι .»
«Κι εάν καταλήξεις να τον ερωτευτείς ;»
Η κοπέλα δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα γέλια της . Ήταν γελοίο να την ρωτήσει κάτι τέτοιο πραγματικά .
«Δεν μου αρέσουν τα αστεία σου fratello» του απάντησε μετά από λίγο καθώς σηκώθηκε και απομακρύνθηκε από κοντά του . Η βραδινή Ρώμη ήταν σκέτη μαγεία , ειδικά από την ταράτσα του σπιτιού τους . Τα φώτα στα διαφορά μνημεία ξυπνούσαν το παρελθόν που την αγκάλιαζε με τρυφερότητα . Ίσως αυτά να έφταιγαν που δεν μπορούσε να ξεχάσει . Που κάθε αναπνοή της της έφερνε στο μυαλό της την φρίκη που πέρασε μικρή . Αναζήτησε το ποτήρι με το κρασί της . Δεν ήταν πουθενά . Στράφηκε στον αδερφό της και τον κοίταξε ειρωνικά .
«Θα μου το παίξεις κηδεμόνας τώρα Αντωνιο ; Που είναι το ποτήρι μου ;»
«Αρκετά ήπιες . Δεν έχει άλλο για εσένα σήμερα μικρή .»
«Δεν είμαι μωρό πλέον . Έχω την ευθύνη των πράξεων μου . 20 χρόνων κοντεύω για όνομα του θεού !» Φώναξε αγανακτησμενη . Δεν μπόρεσε να την προστατεύσει όταν τον είχε ανάγκη γιατί να το κάνει τώρα ;
Η Αντωνιο κοίταξε λυπημένος την αδερφή του . Είχαν περάσει δύσκολα ολα αυτά τα χρόνια . Με δυσκολία ξέφυγαν από το άθλιο οικοτροφείο χρόνια πριν και ταλαιπωρούταν για πολυ καιρό στους δρόμους μέχρι που όταν η αριελλα ήταν 11 τους πείρε υπό την προστασία τους ο Ιγκνάσιο . Έκτοτε είχαν τα πάντα . Φαγητό , στέγη , χρήματα και έναν άντρα που φερόταν καλά τουλάχιστον στην αδερφή του και σε εκείνον .
Δεν τους πείραζε που ήταν μαφιόζος . Εκείνοι απλώς ήθελαν μια πατρική φιγούρα . Είχαν εκπαιδευτεί και οι δυο για να είναι δολοφόνοι . Πληρωμένοι δολοφόνοι . Ούτε αυτό τους πείραζε . Ίσως να το διασκέδαζαν κάποιες φορές . Σκότωναν εκείνους που ήταν βουτηγμένοι στα Σκατα . Ήταν ένας τρόπος δικαίωσης . Μιας δικαίωσης που και οι δυο ήθελαν να επέλθει.
Σηκώθηκε από τον καναπέ και την πλησίασε . Έχωσε το χέρι του στο παλτό του και έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα . Τοποθέτησε ένα ανάμεσα στα χείλη του και το άναψε . Το γλυκό ναρκωτικό απλώθηκε στα σώθηκα του .
« μην μου θυμώνεις αριελλα»
«Σταματα να με πιέζεις ! Που ήσουν όταν σε είχα ανάγκη εκείνη την νύχτα ; Που ήσουν όταν με βίασαν ; Να σου πω εγώ ! Επινες και γελούσες ! Σταματα λοιπόν να μου κανείς τον προστατευτικό αδερφό δεν πιάνει .»
«Αριελλα ...δεν το ήθελα και το ξέρεις . δεν γνώριζα πως ήσουν μόνη .. πως θα συνέβαιναν όλα αυτά . Πόσες φορές πρέπει να σου ζητήσω συγνώμη ρε γαμωτο !» Πέταξε βίαια το τσιγάρο κάτω πατώντας το για να σβήσει . Τον είχε εκνευρίσει για ακόμη μια φορά . Δεν το ήθελε όμως . Αλήθεια δεν το ήθελε .
Προσπάθησε να τον πλησιάσει . Τα σκληρά του χαρακτηριστικά μαλάκωσαν την έχωσε στην αγκαλιά του δίχως δεύτερη σκέψη , σφίγγοντας την πάνω του όσο πιο πολύ γινόταν.
«Σε αγαπώ βρε μικρή δεν θέλω να πάθεις κάτι .»
«Κι εγώ σε αγαπώ fratello .»
Ο Αντωνιο έσκυψε και έδωσε ένα απαλό φιλί στο κεφάλι της αδερφής του . Κάθισαν για λίγο έτσι αγκαλιασμένοι . Ο ένας ηρεμούσε τον αλλον και η όμορφη πόλη ηρεμούσε κα τους δυο .
Η μεγάλη η πόρτα ξανάνοιξε και ο Ιγκνάσιο μπήκε μέσα χαμογελαστός . Πλησίασε πρώτα την αριελλα και την αγκάλιασε .
«Πατέρα .» Του είπε χαμογελαστη .
«Τι κανείς μικρό μου διαμάντι ;»
«Καλά είμαι ... καλύτερα από ποτε .»
«Τα έμαθα ...καιρός να πάρεις την εκδίκηση σου λοιπόν ;»
«Ναι . Θα τους πατήσω κάτω . Θα με παρακαλάνε να τους είχα σκοτώσει .»
Ο άντρας γέλασε ηχηρά και την χτύπησε περιφανος στο ώμο .
«Θα σε βοηθήσω σε ότι μου πεις .»
«Για αρχή θέλω κάτι απλό . Μια πλαστή ταυτότητα»
«Αυτό είναι το μόνο εύκολο καλή μου . Αύριο κιόλας θα την έχεις .»
«Τέλεια ...όποτε δεν υπάρχει λόγος για να καθηστερυσουμε περισσότερο . Το τέλος των Σαλβατορε πλησιάζει ... και η εκδικηση είναι πολύ γλυκιά .»
Ο μεγάλος άντρας γέλασε δαιμονικά , ευχαριστημένος που ένας αιώνιος εχθρός του θα έβγαινε από την μέση χωρίς να χρειαστεί να κουνήσει ούτε το μικρό του δαχτυλάκι . Είχε δημιουργήσει δυο δολοφόνους, ίσως τους καλύτερους στην ομάδα του .ΧΕ ΧΕ ΧΕ ΜΑΝΤΕΨΤΕ ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ ΜΕ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ . ΤΗΝ ΕΧΩ ΞΕΚΙΝΗΣΕΙ ΕΔΩ ΚΑΙ ΚΑΙΡΟ ΑΛΛΑ ΜΟΛΙΣ ΤΩΡΑ ΑΠΟΦΑΣΙΣΑ ΝΑ ΤΗΝ ΑΝΕΒΑΣΩ . ΑΚΟΜΗ ΣΕΝ ΞΕΡΩ ΕΑΝ ΚΑΝΩ ΤΟ ΣΩΣΤΟ . ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΚΑΤΙ ΤΟ ΑΞΙΟΛΟΓΟ . ΜΕΤΡΙΟ ΘΑ ΤΟ ΕΛΕΓΑ .ΤΕΛΟΣ ΠΑΝΤΩΝ ΕΛΠΖΙΩ ΝΑ ΤΗΝ ΑΠΟΛΑΥΣΕΤΕ
YOU ARE READING
Femme Fatale
Romance«Ξέρεις τι πρέπει να κανείς ;» «Φυσικά , είναι απλό , μπαίνω στη ζωή του , τον κανω να με ερωτευτεί και τότε πέφτουν όλοι στηβ παγίδα .» «Θα τα καταφέρεις ;» Εκείνη γέλασε ειρωνικά . Έπειτα τον κοίταξε εντονα στα μάτια . «Προετοιμάζομαι όλη μου...