ΑΘΩΑ

1K 80 5
                                    

Η σκοτεινή θάλασσα πάλευε με τον μανιασμένο άρεσα δημιουργώντας κύματα . Λύματά το έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα έσκαγαν στην ακτή με δύναμη χτυπώντας την άμμο , παρασέρνοντας τα μικρά χαλίκια που έβρισκε στο πέρασμα της . Τρομακτικό το θέαμα για οποίον φοβόταν το νερό . Πολλοί το έκαναν . Η Αριελλα είχε συναντήσει ήδη αρκετούς ανθρωπους που δεν τολμούσαν να παλέψουν με μια φορτουνιασμενη θάλασσα . Προτιμούσαν να τα βάλουν με μια τεράστια πυρκαγιά ή με την πιο επικίνδυνη τρομοκρατική οργάνωση , παρά με την ίδια την φύση . Η φύση τρομάζει τον άνθρωπο . Η δύναμη της τον κάνει να αποζητά τρόπους για να την δαμάσει , να την φέρει στα μέτρα του , να μην τρομάζει πλέον . Και οι άνθρωποι βρήκαν κάθε τρόπο για να το κάνουν , ακόμη και εάν την κατέστρεφαν με αργους άλλωτε πιο γρήγορους ρυθμούς .
Εκείνη όμως δεν φοβήθηκε ποτέ της την θάλασσα . Όσο θυμωμένη κι εάν γινόταν μπροστά σε έναν θυελλώδη αέρα , όσο και εάν προσπαθούσε να τη πνίξει . Είχε μια τρυκιμια μέσα της τόσα χρόνια , μια τρυκιμια με την οποία είδε εναρμονιστεί πλήρως , με την οποία έμαθε να ζει χρόνια ολόκληρα . Μια τρυκιμια που πολλές φορές έμοιαζε με την ανήσυχη θάλασσα  Εν μέσο μιας καταιγίδας . Και τώρα ένιωθε πάλι έτσι . Οπως η θάλασσα που έβλεπε μπροστά της . Χαμένη , διαλυμένη , θυμωμένη , έτοιμη να διαλύσει ότι βρει μπροστά της   , να εκδικηθεί .
Περπάτησε μέχρι την ακρογιαλιά με τον μανιασμένο άνεμο να παίζει με τς μαλλιά της , ρίχνοντας τς περιστασιακά στο πρόσωπο της .
Κάθισε πάνω στην άμμο , αφήνοντας το παγωμένο θαλασσινό νερό να βρέχει τα πόδια της .
Δεν την ένοιαζε , εκείνη την στιγμή δεν ένιωθε τίποτα δεν ήθελε να νιώσει . Προτιμούσε να κλειδώσει τα συναισθήματα της σε ένα σεντούκι κι να το ρίξει στο νερό . Να χαθεί για πάντα . Τίποτα θλιβερό να μην υπάρξει πλέον στην ζωή της . Πραγματικά ήθελε να είναι ευτυχισμένη , γαλήνια πλέον . Όμως η μοίρα της , σκληρή από την αρχή της ζωης της οπως είχε συμπεράνει είχε αλλά σχέδια . Κάθε φορά που στην καταιγίδα έβγαινε μια αχτίδα ηλίου , εκείνη έσπευδε για να την εξαφανίσει . Λες και η κοπέλα δεν άξιζε την ευτυχία , λες και για εκείνη ήταν ο απαγορευμένος καρπός .
Έκλεισε τα μάτια της . Η αναπνοή της ήταν τος βαριά που μπορούσε να ακουστεί μέσα από τον ήχο των κυμάτων . Ήθελε να ακουστεί . Να ακούσει η θάλασσα τον πόνο της , να την πνίξει μέσα στα κύματα της . Να τον πάρει από πάνω της . Ήθελε.
Άθελα της το μυαλό της ταξίδεψε στο παρελθόν , τότε που είχε μόλις ξεκινήσει να μένει στο σπίτι του άντρα που τώρα ήθελε νεκρό . Τότε που ήταν ακόμη ένα μικρό φοβισμένο κορίτσι , που έβλεπε τον μεγαλόσωμο άντρα ως τον ήρωα της , εκείνον που θα την γλειτωνε απ οτιδήποτε της προκαλούσε πόνο . Κι όμως εκείνη την στιγμή ένιωθε πως ο Ιγκνάσιο της προκάλεσε τον μεγαλύτερο πόνο από όλους . Τον πόνο που προκαλούσε το ψέμμα . Αυτή η μια μόνο έλξη αναστάτωνε τα σώθηκα της . Το συχαινοταν . Τόσο πολύ που δεν άντεχε να το ακούει . Ήθελε ειλικρίνεια στην ζωή της . Μόνο αυτό είδε ζητήσει . Για να μπορεί να γλειτωνει τον πόνο . Όποτε ήταν δυνατό .

Femme FataleWhere stories live. Discover now