~Ρώμη 18 χρόνια πριν
Είχε μόλις μπει η άνοιξη . Οι περιοχές γύρω από την πόλη είχαν γεμίσει καταπράσινα φυτά και πολύχρωμα λουλούδια . Λίγα χιόνια είχαν μείνει στις κορφές των ψηλωτερων βουνών .
Το αμάξι διέσχιζε την κεντρική λεωφόρο οπως λαό εκατοντάδες αλλά . Ήταν ευκαρια όλων να ξεφύγουν από την πόλη εκείνο το Σαββατοκύριακο .
Ωστόσο το μέρος που είχε διαλέξει να πάει η οικογένεια θα ήταν οπως πάντα ήσυχο . Μαγικό και σίγουρα κανένας δνε θα το επισκεπτόταν εκτός απ όρους ίδιους . Πάντα έτσι ήταν τα ταξίδια τους .
Οι δυο γονείς λάτρευαν οτιδήποτε ξέφευγε από την ασφυκτική ζωή στην πόλη . Τα απόκοσμα μα καθηλωτικά τοπία ήταν αυτό που τους τραβούσε το ενδιαφέρον . Και αυτό σκόπευαν να το μεταδώσουν στα παιδιά τους .
Το νεαρό αγόρι , μόλις 7 χρόνων κοιτούσε έξω ενθουσιασμένο . Είχε συνηθίσει τις εξορμήσεις των γονιών του και τις απολάμβανε το ίδιο με εκείνους . Έτρεχε στο χορτάρι ή ψάρευε με τον πατέρα του στην λίμνη . Έκανε ορειβασία και σκι το χειμώνα . Έριξε μια μάτια στην αδερφή του .
Καθόταν στο ειδικό κάθισμα για μωρά δίπλα του . Ήταν μόλις 2 ετών αλλά καταλάβαινε τα πάντα γύρω της .
Και τα δυο ήταν έξυπνα παιδιά . Η μικρή όταν ήταν ενός είχε ήδη μάθει να περπατάει και λίγους μήνες αργότερα μιλούσε κανονικότατα .
Ο αδερφός της όταν την είχε δει πρώτη φορά ένιωσε πως θα έπρεπε πάντα να την προστατεύει . Έπειτα ο πατέρας του του το υπενθύμιζε συνεχώς και πλέον είχα γίνει σκοπός στη ζωή του.
Λάτρευε να ασχολείται μαζί της ή να την βλέπει να κοιμάται στην κούνια της .
Δεν του είχε πάρει πολύ για να διαπιστώσει πως έμοιαζε με την μητέρα τους . Είχαν τα ίδια κόκκινα μαλλιά και τα πράσινα μάτια . Εκείνος έμοιαζε περισσότερο στον πατέρα τους . Γκρίζα μάτια και μαύρα μαλλιά .
Πήραν τον δρόμο που υποδείκνυε η πρώτη έξοδος και κατευθύνθηκαν στον επαρχιακό δρόμο .
Είχαν προσπεράσει 5 χωριά όταν έστριψαν σε ένα δρόμο που οδηγούσε σε ένα πυκνό δάσος . Ένα μικρό ρυάκι τους συνόδευε στην διαδρομή.
Ο Αντονιόνι θυμόταν να είχε ψαρέψει με τον πατέρα του στο ίδιο ρυάκι περισυ .
Ξαφνικά το αμάξι σταμάτησε σε ένα ξέφωτο . Πυκνή βλάστηση εναρμονίζονταν με μια βαθειά λίμνη και έναν ορμητικό καταρράκτη .
Το βλέμμα του μικρού αγοριού παρακολούθησε την μητέρα του να βοηθάει πρώτα εκείνον να κατέβει και έπειτα να παίρνει στην αγκαλιά της την αδερφή του .
«Μαμά θέλω εγώ να κρατήσω την Αριελλα .»
«Είσαι και εσυ μικρός ακόμη καρδιά μου . Θα σου πέσει . Δνε θες να χτυπήσει καταλαθος η αδερφή σου έτσι δεν είναι ;»
Το ζεστό της χαμόγελο τον έκανε να χαμογελάσει και εκείνος . Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του και προχώρησα πλάι της μέχρι την όχθη της λίμνης .
«Ξέρεις τι μαγικό έχουν πι λίμνες ;»
«Τι μαμά ;»
«Μπορείς να καουσεις όλη την φύση γύρω σου . Νερό και βλάστηση ενώνονται . Κλείσε τα μάτια σου .»
Ο Αντονιό ενθουσιασμένος υπάκουσε στις εντολές της μητέρα του κλείνοντας τα μικρά του μάτια . Μια πανδεσια ήχων πλημμύρισε τις αισθήσεις του κάνοντας τον να χαμογελάσει πλατιά .
«Είναι υπέροχο μαμά !»
«Όσο θα έρχεσαι εδώ θα βρίσκεις την ηρεμία σου . Και όταν μεγαλώσει και η αδερφή σου θα κάνει το ίδιο .»
«Και εσείς ; Δνε θα έρχεστε μαζί μας ;»
Η γυναίκα σήκωσε το βλέμμα της , το οποίο διασταυρώθηκε με εκείνο του άντρα της που στέκονταν λίγο πιο πίσω .
«Δεν .. δνε θα είμαστε πάντα μαζί σας ... ξέρεις πως εγώ και ο μπαμπάς έχουμε πολλές δουλειές .»
«Το ξέρω .»
«Θέλω να προσεχείς την αδερφή σου Αντονιο . Θέλω να την προσεχείς πάντα .»
«Φυσικά και θα το κάνω μαμάκα . Λατρεύω την αδερφή μου!»
Η γυναίκα έσκυψε και του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο . Μετά σηκώθηκε πάλι όρθια και πιάνοντας το χεράκι του ξεκίνησε να περπατάει προς το μεγάλο ο τραπεζομάντιλο που είχε στρώσει ο πατέρας του στην μέση της λίμνης.
Είχαν φάει όλοι μαζί σαν δεμένη οικογένεια . Ο αντονιο θεωρούσε πως η οικογένεια του ήταν η καλύτερη στο κόσμο . Ακόμη και εάν οι συμμαθητές του κοκορεύονταν πως είχαν καλύτερους γονείς που τους έπαιρναν πιο πολλά δώρα εκείνος δεν έδινε σημασία . Ήξερε πως και οι γονείς του του έδιναν δώρα . Όχι εκείνα που αγοράζονται με τα λεφτά ακόμη και εάν είχαν αρκετά . Του είδαν δώρα που θα κουβαλούσε μαζί του μια ζωή . Αξίες και ιδανικά που θα κρατούσαν για πάντα και θα τον έκαναν σωστό άνθρωπο .
Είχε ακούσει τον πατέρα του να λέει πως το μεγαλύτερο προσόν κάθε ανθρώπου ήταν η καθαρή και αγνή του καρδιά . Να μπορεί να συγχωρεί και να βοηθάει . Και σκόπευε να το κρατήσει μέσα του για πολλά χρόνια μέσα του . Και αργότερα να το μάθει κα ο στην μικρή του αδερφή .
YOU ARE READING
Femme Fatale
Romance«Ξέρεις τι πρέπει να κανείς ;» «Φυσικά , είναι απλό , μπαίνω στη ζωή του , τον κανω να με ερωτευτεί και τότε πέφτουν όλοι στηβ παγίδα .» «Θα τα καταφέρεις ;» Εκείνη γέλασε ειρωνικά . Έπειτα τον κοίταξε εντονα στα μάτια . «Προετοιμάζομαι όλη μου...