ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΝΑ ΠΑΣ ΠΟΥΘΕΝΑ

851 77 26
                                    


Η φωνή της έφτασε στα αυτιά του κάνοντας τον βα παγώσει . Γιατί δεν μπορούσε να την βγάλει από το μυαλό του ; Έπρεπε γαμωτο . Έπρεπε να μείνει μακρυά της . Προσπάθησε να πάει με άλλην αλλά τόση ώρα εκείνη απλώς του τριβοταν και αυτό έμενε αμέτοχος . Ακόμη και όταν τον φίλησε εκείνος σκεφτόταν την αίσθηση που είχαν τα δικά της χείλη . Απαλά , μια γλυκια γεύση , τον μεθουσαν κάθε φορά που τα άγγιζε . Ήταν το ναρκωτικό του .
Και τώρα άκουγε την φωνή της , τόσο ζωντανά μέσα στο μυαλό του κες και ήταν εδώ . Έμοιαζε χαμένη , λυπημένη , προδομένη .
Ασυναίσθητα έσπρωξε την γυναίκα από πάνω του ψάχνωντας τον χώρο γύρω του . Και τότε τηβ είδε . Στηριγμένη στον τοίχο να τους κοιτάζει . Το βλέμμα της όμως δεν έκρυβε τίποτα . Ούτε μίσος , ούτε θυμό , ούτε θλίψη . Ήταν κενό . Νεκρό . Κι αυτή έμοιαζε με νεκρή .
Έβρισε από μέσα του . Δνε πρέπει βα είχε πιει τόσο . Δεν έπρεπε να είχε παρασυρθεί από την ζαλάδα που του προκαλούσε το ποτό . Τι στο διαολο σκεφτόταν ; Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει γρήγορα απ ο την αγωνία . Γιατί δεν τον πλησίαζε ; Γιατί δεν του φώναζε ; Γιατί δεν ξεσπούσε πάνω του ; Το άψυχο βλέμμα της τον έκανε να ανησυχεί περισσότερο . Μπορούσε να δικαιολογήσει κάθε αντίδραση της , κάθε ξέσπασμα της , εκτός από τηβ σιωπή της . Εκείνον τον βουβό πόνο που συσσωρεύε μέσα της . Αυτό τον σκότωνε . Έσκυψε το κεφάλι του . Δεν άντεχε να την αντικρυζει . Ήταν ένοχος . Ένιωθε ένοχος . Τι πήγε και έκανε ; Πως μπόρεσε να της το κάνει αυτό ; Τι δικαιολογία είχε εκτός από τις γαμημενες ανόητες ανασφάλειες του ; Έβρισε από μέσα του .
Σηκώθηκε μηχανικά από την θέση του πλησιάζοντας την . Πήγε να την αγγίξει εκείνη όμως με μια κίνηση απέφυγε το άγγιγμα του . Έτρεμε . Μπορούσε να το καταλάβει ακόμη λεία εάν δεν την άγγιζε . Κόλλησε το σώμα της παραπάνω στο τοίχο . Εάν μπορούσε βα χωθεί μέσα στο τσιμέντο θα το έκανε σίγουρα . Αυτό το κενό βλέμμα . Τον σκότωνε πραγματικά .
«Μην τολμήσεις να με αγγίξεις ! Σε μισώ !» Του είπε . Η φωνή της ήταν τσιριχτή . Φαινόταν πως κε το ζόρι προσπαθούσε να μην χάσει την ψυχραιμία της . Το κοριτσάκι του πονούσε . Πονούσε και έφταιγε μόνο εκείνος . Η χειρότερη τοιμωρια του άξιζε . Ακόμη και να την χάσει του άξιζε . Όμως ήξερε πως δεν θα άντεχε κάτι τέτοιο .
«Άρια ..» ακούμπησε διστακτικά το μάγουλο της . Ήταν υγρό από μερικά δάκρυα που είχαν τρέξει . Γαμωτο την είχε κάνει να κλάψει .
«Μην με λες έτσι ! Δεν θέλω να σε ξανακούσω , να σε ξαναδώ ! Δνε θέλω τίποτα από εσένα !»
Του πέταξε στην μούρη και έφυγε τρέχοντας από κοντά του βγαίνοντας έξω από το κτήριο .
Δίχως να χάσει χρόνο έτρεξε πίσω της . Το μυαλό του σε σκεφτόταν τίποτα άλλο . Ήθελε απλώς να μην την χάσει . Δεν θα άντεχε να μεινει μακρυά της . Τώρα το καταλάβαινε . Όσο κι να το προσπαθούσε δεν θα κατάφερνε ποτέ του να μείνει μακρυά της . Την χρειαζόταν όσο τίποτα άλλο στην ζωή του . Ήταν απαραίτητη . Άνοιξε με δύναμη την πόρτα του κλαμπ και ξεχύθηκε στον δρόμο . Την είχε να στρίβει σε ένα σοκάκι . Έτρεξε από πίσω της . Δεν θα π βγαίνει πολύ μακρυά . Ο Έντουαρτ ου γνώριζε την περιοχή ήξερε πως ήταν αδιέξοδο . Εκείνη δεν πρέπει να είχε περάσει ποτέ από εδώ . Αλλιώς δνε θα έμπαινε . Ξταν ξεκάθαρο πως δεν ήθελε να τον ξαναδεί μπροστά της . Ποσό μάλλον να καθίσει να του μιλήσει .
«άρια !»
Η φωνή του τηβ έκανε να κοκαλωσει . Το κορμί της έτρεμε ολοκληρο από το κρύο και την ένταση. Το μόνο που αναρωτιωταν ήταν γιατί . Γιατί την είχε κοροϊδέψει με αυτόν τον τρόπο ενώ γνώριζε πως είχε πληγωθεί .
Γύρισε να τον κοιτάξει . Τώρα το βλέμμα της δεν ήταν νεκρό . Ήταν πληγωμένο .
«Γιατί ; Απλώς αυτό πες μου ...» του είπε ήρεμα . Ούτε η ίδια δεν γνωρίζει ου έβρισκε τόση ηρεμία για να καθίσει να του μιλήσει .
«Άρια δνε ήθελα ...»
«ΓΙΑΤΙ ΓΑΜΩΤΟ ΓΙΑΤΙ ;! Εντάξει έπαιξες τώρα ; Ήταν αρκετό για εσένα ;! Ήθελες να πηδήξεις εκείνη που σου πήγαινε κόντρα και τώρα που τα κατάφερες είπες βα πας να βρεις άλλη ;! Τουλάχιστον ήμουν καλή για εσένα ;! Με πηδάς καλά ;!»
«Άρια πρόσεξε τι λες . Το ξέρω πως δνε τα εννοείς ..»
«Σκάσε ! Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να μιλας ! Κανένα ! Γιατί παίξεις μαζί μου ; Ενώ ήξερες ... ήξερες τι έχω τραβήξει ! Ας έλεγες πως ήθελες απλώς να με πηδήξεις Έντουαρτ ! Και εγώ η ηλίθια πάλι θα σου καθόμουν γιατί σε έχω ερωτευτεί τόσο πολύ που για να σε έχω θα δεχόμουν κι αυτό !»
Τα λόγια της τον έκαναν να σαστίσει . Ποτέ ξανά δεν του είχε πει ξεκάθαρα πως τον είχε ερωτευτεί . Και του το έλεγε τώρα . Ένιωθε ο πιο ηλίθιος άνθρωπος στον κόσμο αυτή την στιγμή .
«Άρια .... σε παρακαλώ αγάπη μου ... άκουσε με .» Ξεκίνησε να την πλησίαζει εκειν η έκανε διαρκώς βρήκατε προς τα πίσω για να τον αποφύγει μέχρι που το σώμα της συγκρούστηκε με τον τοίχο . Δεν είχε που να πάει , κανέναν τρόπο για να του κεφυγει . Το άρωμα του έμπαινε στα ρουθούνια της , την ζάλιζε . Γαμωτο τον ήθελε ακόμη και έτσι .
«Μην ! Μην με ξαναπείς αγάπη σου !»
«Άκουσε με σε παρακαλώ πολύ ..» έπαιζε τους καρπούς της . Εκείνη πάλευε για να ελευθερωθεί από το άγγιγμα του . Έβαζε όλη της την δύναμη , όμως η αδυναμία της από το δηλητήριο δεν την άφηνε να ελευθερωθεί από τα δεσμά του .
«Άφησε με ! Μπασταρδε ! Σε μισώ ! Σε συχαινομαι !»
Του φώναζε μα εκείνος δεν αντιδρούσε . Απλώς την κοίταζε στα μάτια . Έπρεπε να την αφήσει να ξεσπάσει . Ήξερε πως δνε τα εννοούσε αυτά στην πραγματικότητα . Το έβλεπε στα μάτια της . Ήταν απλώς η άμυνα της . Θα την άφηνε λοιπόν να του φωνάξει . Όσο περισσότερο μπορούσε . Δεν τον ενδιέφερε .
Αρκεί να μη την έχανε .
«άφησε με ! Θέλω να φύγω !»
Τότε τα μάτια του σκούριναν . Όχι .. δεν υπήρχε περίπτωση να την αφήσει να φύγει . Θα την κρατούσε έστω και με το ζόρι . Είχε κάνει ένα λάθος και θα πάλευε μέχρι να την ξανακερδίσει . Όμως δεν θα την άφηνε να γυρίσει πίσω στον Ιγκνάσιο και να παντρευτεί από αντιδράσει κάποιον που θα την έκανε δυστυχισμένη για όλη της την ζωή .
«Τι είπες ;! Ξαναπες το αυτό άλλη μια φορά ! Σε προκαλώ !»
«Θέλω να φύγω γαμωτο μου ! Θα γυρίσω στον Ιγκνάσιο θα παντρευτώ ! Θα σε ξεχάσω ! Κάποιος άλλος θα με πηδάει τα βραδιά !»
Δεν άντεξε άλλο το χέρι του χτύπησε με δύναμη στο τοίχο πίσω της , ελάχιστα δίπλα από το κεφάλι της κάνοντας την να απαηδησει φοβισμένη . Τα μάτια του ήταν πιο σκοτεινά από ποτέ άλλωτε . Έκρυβαν πόθο κι θυμό ταυτόχρονα .
«Κανένας άλλος δεν θα σε αγγίξει γαμωτο μου ! Μην με τρελενεις ! Κανένας άλλος ! Με ακούς ;!»
«Δεν μπορείς βα με κρατήσεις με το ζόρι !»
«το ξέρεις ότι μπορώ άρια και εάν διανοηθεις να ξαναπείς ότι είπες πριν από λίγο θα το κάνω διψώ δεύτερη σκέψη !»
«Θα παντρευτώ ! Να με πηδήξει και κάποιος άλλος βα μην παίζεις μόνο εσυ μαζί μου !»
«Ποτέ ! Με ακούς γαμωτο μου ;! Θα σε σκοτώσω ! Εάν τολμήσεις βα πας με άλλον θα το κάνω άρια δεν παίζω ! Δεν έχεις να πας πουθενά !»
Τοποθέτησε με δύναμη τα χέρια της πάνω από το κεφάλι της και έσκυψε στο αυτί της δαγκώνοντας το απαλά . Όσο και να ήθελε να το κρύψει ένα κύμα ευχαρίστησης την κατεκλεισε .
«Το βλέπεις μωρό μου ; Μόνο εγώ στο προκαλώ αυτό . Που θα πας λοιπόν ; Ου μπορείς να πας ; Είσαι δίκη μου μικρή μάγισσα ! Τώρα και για πάντα ! Δεν πρόκειται να πας πουθενά . Θα σε κρατήσω κλειδωμένη σε ένα δωμάτιο εάν χρειαστεί» την ψιθύρισε ειασθησιακα και απομακρύνθηκε από κοντά της .
Εκείνη έκανε αμέσως να φύγει όμως μια έντονη ζαλάδα τηβ καθήλωσε στην θέση της . Τα πάντα άρχιζαν να γυρίζουν γύρω της πριν το κατάμαυρο σκοτάδι την καταπιεί .
Τ τελευταίο πράγμα που νέι σε ήταν δυο ζεστά χέρια να την πιάνουν , αποτρέποντας την πτώση της στο κρύο έδαφος .
«Γαμωτο Άρια γιατί κανεις πάντα του κεφαλιού σου ; Γιατί μωρό μου ;»
Την έπιασε προσεκτικά στα χέρια του και άρχισε να κατευθύνεται προς τος αμάξι του . Δεν μπορούσε να την αφήσει να φύγει . Δεν θα το επέτρεπε ποτέ . Ακόμη και εάν την κρατούσε με το ζόρι . Ήταν παρανοϊκός . Είχε κάνει το μεγαλύτερο λάθος της ζωης του , κι όμως ζητούσε από εκείνη να μην φύγει . Θα μπορούσε άραγε να την κρατήσει φυλακισμένη σε ένα σπίτι για να μην την χάσει ; Ναι θα το έκανε εάν έπρεπε . Όσο εγωιστικό και εάν ακούγονταν .
Έβαλε μπροστά την μηχανή , βάζοντας πορεία για το μικρό ξύλινο σπίτι πάνω στην θάλασσα . Έριξε μια μάτια στο οσοω κάθισμα όπου την είχε ξαπλώσει . Ήταν τόσο όμορφη που δεν μπορούσε παρά μόνο να χαμογελάει όσο την έβλεπε .
Πως είχε κάνει τέτοια μαλακια ; Ήταν δυνατόν να καταφέρει να πληγώσει έναν άγγελο ;
Χτύπησε με δύναμη το χέρι του στο τιμόνι .
«Ηλίθιε .» Μουγκρισε καθώς οδηγούσε με αυξημένη ταχύτητα .

Femme FataleDonde viven las historias. Descúbrelo ahora