ΠΟΤΟ

1.1K 98 6
                                    

Γύρισαν αργά το βράδυ πίσω στο σπίτι . Η Αριελλα του έδειξε όλη την πόλη , κάθε σπιθαμη της , όχι τα αξιοθέατα , αλλά τα αγαπημένα της σημεία ως παιδί . Ο Έντουαρτ γνώριζε πως με αυτό τον τρόπο τον άφηνε να μπει στον κόσμο της σιγά σιγά . Και το εκτιμούσε στο έπακρο .
Άνοιξε τηβ πόρτα του σπιτιού αφήνοντας τον να περάσει πρώτος μέσα .
«Πήγαινε να αλλάξεις .. θα αρρωστήσεις αλλιώς .» Της είπε .
«Και εσυ είσαι βρεγμένος .»
«Δεν έχω ανάγκη . Πήγαινε . Θα σε περιμένω εδώ .»
Η κοπέλα ενευσε και εξαφανίστηκε σε κλάσματα δευτερολέπτου από μπροστά του . Έμεινε να κοιτάζει την φιγούρα της μέχρι να χαθεί εντελως από τα μάτια του .
Κούνησε το κεφάλι του . Πως την είχε πατήσει έτσι μαζί της ; Κάτι μέσα του του έλεγε ποσό λάθος ήταν . Αλλά αυτος το αγνοούσε επιδεικτικά .
Προχώρησε προς το σαλόνι. Έπρεπε να ανάψει το τζάκι εάν ήθελε να μην πεθάνουν και πι δυο από το κρύο σήμερα . Έσκυψε ελάχιστα για να πάρει ένα κούτσουρο .
«Τι στο καλό κανεις εκεί ;! Τρελάθηκες ;!»
Η φωνή της τον έκανε να σταματήσει αμέσως . Γύρισε να την κοιτάξει . Φορούσε ένα απλό μπλουζάκι με ένα κολάν . Ήταν πανέμορφη . Τα μαλλιά της έπεφταν βρεγμένα στους ώμους της .
Τον πλησίαζε νευριασμενη .
«Ήθελα να ανάψω το τζάκι .»
«Για όνομα του θεού Έντουαρτ είσαι τραυματισμένος ! Δνε είμαι γιατρός ! Τα ραματα μπορούν να φύγουν ! Γιατί δεν μπορείς να κανεις ότι σου ζητάω για μια φορά .»
«Δεν έχω συνηθίσει να εκτελώ εντολές .»
Η Αριελλα ξεφυσιξε . Πως κατάφερνε να την εκνευρίζει πάντα τόσο πολύ .
«Δεν σου δίνω εντολές . Απλώς ανησυχώ .» Είπε αυθόρμητα , μετανιωνοντας το αμέσως μετά . Το βλέμμα του μαλάκωσε . Ανησυχούσε για εκείνον ;
«Έχεις δίκιο συγνώμη .»
«Δεν πειράζει . Πήγαινε να αλλάξεις . Θα ανάψω εγώ το τζάκι .»
«Μπορώ να σε βοηθήσω .»
«Δεν χρειάζεται . Το έχω κάνει πολλές φορές . Απλά πήγαινε .»
Τον είδε να της νευει θετικά, πριν χαθεί από τα μάτια της .
Τι μαλακιες έκανε ; Γιατί δεν τον σκότωνε να τελειώνει ; Χτύπησε με δύναμη το χέρι της στον τοίχο , και πέταξε ένα κούτσουρο μέσα στο τζάκι .
Θυμωμένη με τον εαυτό της βγήκε έξω και έμεινε να κοιτάζει την βροχή κάτω από το υπόστεγο.
Ποσό ηλίθια μπορεί να ήταν ; Γιατί άφηνε τον εαυτό της να επηρεάζεται από εκείνον ; Τι μαλακιες ήταν αυτές ;
Στήριξε το σώμα της πάνω στα κάγκελα . Κάθε σταγόνα που έπεφτε της θύμιζε τον πόνο , την βία , τον βιασμό της . Δεν ήταν δυνατόν αν ξεχάσει , να συγχωρέσει . Όλοι τους θα πέθαιναν . Και π Έντουαρτ θα ήταν ο τελευταίος . Θα έβλεπε πρώτα την αυτοκρατορία του να καταρρέει , εκείνη να την προδίδει , την καρδιά του να σπάει . Και μετά θα τον σκότωνε .
«Αριελλα ;!»
Η φωνή του την έκανε να επιστρέψει στην πραγματικότητα . Έριξε μια τελευταία μάτια στον ουρανό . Μπήκε μέσα .
«Πας καλά ; Θες να βραχείς  πάλι ;»
«Μην ανησυχείς για εμένα . Το έχω συνηθίσει .»
«Θα κρυώσεις .»
Η κοπέλα γέλασε .
«Πες μου πως ανησυχείς και για την υγεία μου τώρα . Θυμίσου ποια έσωσε το τομάρι σου λίγες μέρες πριν .»
«Δεν το ξεχνάω αυτό . Καθ α στο χρωστάω .»
«Δεν χρειάζεται . Δνε θέλω κάτι από εσένα . Φύλαξε τις χαρές σου για κάποιον που τος χρειάζεται .»
Τον προσπέρασε πηγαίνοντας προς την κουζίνα . Έπρεπε να φτιάξει κάτι για να φάνε και οι δυο . Ήταν η μόνη επιλογή με τέτοιον καιρό . Ο Έντουαρτ δίχως να διστάσει την ακολούθησε .
«Θες βοήθεια ;»
«Δεν ..»
«Ω έλα τώρα άρια . Δεν λέω πως είσαι άχρηστη . Απλώς άσε με να φανώ σε κάτι χρήσιμος .»
Γύρισε να τον κοιτάξει . Γαμωτο δεν μπορούσε να του αρνηθεί . Ξεφυσιξε και πέταξε ένα μαχαίρι προς το μέρος του .
«Λοιπόν ξεκινά .»
Άκουσε τα βήματα του να πλησιάζουν . Την ζεστασιά που εξέπεμπε το κορμί του να φτάνει πάνω της . Δεν του μιλούσε . Έπρεπε να τον αποφύγει όσο γινόταν . Όσο δενόταν μαζί του τόσο πιο δύσκολη ήταν η δουλειά της . Θα τον άφηνε να την ερωτευθεί , να την φιλήσει , σε τρέλα κέφια και να την πηδήξει . Όταν χρειαζόταν για να τον κάνει αδύναμο . Δεν την ένοιαζε πως θα ένιωθε η ίδια . Το κορμί της ήταν νεκρό εδώ και χρόνια άλλωστε .
«Γιατί δεν μου είπες για τους γονείς σου ;»
Η ερώτηση έκανε την καρδιά της να σφίξει . Περπατάς σε απαγορευμένα μονοπάτια αγόρι μου . Σκέφτηκε από μέσα της .
«Τι να σου πω γι αυτούς ;» Δεν τον κοίταξε . Φοβόταν μήπως καταφέρει να διαβάσει το βλέμμα της , τον πόνο , την μελαγχολία .
«Ότι έχουν πεθάνει .»
«Δνε με ρώτησες ποτέ σου .. εξάλλου δεν νομίζω πως είναι δουλειά σου .»
«Ενδιαφέρομαι για εσένα .»
«Δεν υπάρχει κάτι να συζητήσουμε για τους γονείς μου . Τελος !» Ύψωσε τον τόνο της φωνής της και κάρφωσε με δύναμη το μαχαίρι στο ξύλο κοπής . Με βιαστικές κινήσεις έριξε τα λαχανικά στην κατσαρόλα και γύρισε να φύγει .
«Που πας .»
«Να πάρω  λίγο αέρα . Απλώς ρίξε ότι κόβεις στην κατσαρόλα . Δεν χρειάζεται κάτι άλλο .»
Του απάντησε κοφτά και έτρεξε στο δωμάτιο της . Είχε ανάγκη να μιλήσει στον αδερφό της . Τεράστια ανάγκη .
Πληκτρολόγησε ταχύτατα τον αριθμό του και έβαλε το ακουστικό στο αυτί της .
«Άρια ;»
«Για σου και εσένα .»
«Τι συνέβη μικρή ; Μετά από εκείνη την νύχτα χάθηκες ! Ανησύχησα .»
«Μην .. σου έχω πει πως δεν χρειάζεται να ανησυχείς .»
«Το ξέρεις πως δεν μπορώ να το κάνω αυτό . Που είσαι ; Θέλω να σε δω .»
«Δνε είμαι στη ρωμη .»
«Τότε ;» Η κοπέλα ξεροκαταπιε . Δεν της άρεσε να του λέει ψέματα . Δυστυχώς δνε είχε άλλη λύση για την ώρα . Εάν του έλεγε την αλήθεια θα τον εξόργισε .
«Λείπω για δουλειά . Μια αποστολή . Στην φλωρεντια δεν θα κάτσω για πολλές μέρες . Μπορούμε να συναντηθούμε όταν γυρίσω .»
«Εντάξει . Να προσεχείς μικρή . Και μην κανεις κάποια ανοησία . Ξέρω τι μέρα είναι σήμερα , και πως την περνάς μόνη σου για πρώτη φορά και .. »
«Το έχω ξεπεράσει αυτό το στάδιο αντωνιο.»
«Το ξέρω , απλώς όταν σε είχα δει μέσα στα αίματα σχεδόν νεκρή ....»
Η Αριελλα έσφιξε τος γροθιές της .
Δεν μίλησε . Ήξερε πως είχε νιώσει .
«Απλώς δεν θέλω να σε..»
«Το ξέρω . Ούτε εγώ . Πρέπει να κλείσω .»
Του είπε και τερμάτισε την κλίση πριν ακούσει την απάντηση του . Ήξερε πως θα της έλεγε σε αγαπώ . Και δεν χρειαζόταν συναισθηματισμοί αυτή τη στιγμή .
«Πραγματικά σε αγαπάει . Μην του φέρεσαι τόσο ψυχρά .» Η φωνή του Έντουαρτ την έκανε να ανατρχιασει . Γύρισε αργά προς το μέρος του κοιτάζοντας τον .
«Δεν είναι δουλειά σου.»
«Γιατί κρατάς έξω από την ζωή σου τους πάντες Αριελλα ;»
«Είναι ευκολότερο έτσι . Πληγώνομαι  λιγότερο όταν θα φύγουν .»
«Δεν φεύγουν όλοι .»
«Κι όμως . Όσοι έχω αγαπήσει έχουν εξαφανιστεί απ ο την ζωή μου . Και ξέρεις τι άφησαν πίσω ; Τίποτα ! Ένα γαμημενο τίποτα ! Και εμένα να χάνομαι . Αυτό ήταν στο παρελθόν όμως . Τα πράγματα είναι διαφορετικά πλέον . Αρκεί να μην νιώθω .»
«Θες να ..»
«Όχι δεν θέλω να το συζητήσω με κανέναν . Ποσό μάλλον μαζί σου .»
Το βλέμμα της έπεσε στο ποτήρι που κρατούσε . Ουίσκι . Όχι από τα αγαπημένα της , αλλά το είχε ανάγκη εκείνη την στιγμή . Ο Έντουαρτ λες και διάβασε τηβ σκέψη της, της έτεινε το χέρι του .
Τον κοίταξε έντονα για λίγα δευτερα πριν απλώσει το χέρι της πιάνοντας χαρά το ποτήρι . Ήπιε μια γερή γουλιά , κάνοντας το ποτήρι να αδειάσει .
«Το χρειαζόμουν αυτό .» Του είπε και τον προσπέρασε αφήνοντας τον για ακόμη μια φορά μπερδεμένο .

Femme FataleDonde viven las historias. Descúbrelo ahora