ΠΡΑΣΙΝΑ

1.5K 138 6
                                    

«Σταματήστε .. σας παρακαλώ .»
«Μας ανήκεις χρυσή μου . Ο αδερφός σου σε άφησε μαζί μας . Δεν πρέπει να του ανταπωδωσουμε την χάρη ;»
Το χέρι του μεγαλύτερου άντρα απλώθηκε στο παιδικό της κορμί . Ένα κύμα αηδίας την κατέκλυσε και αναγκάστηκε να κλείσει τα μάτια της . Το χέρι της τυλίχθηκε με περισσότερη δύναμη γύρω από το μεταλλικό σωλήνα που είχε βρει δίπλα της . Έπρεπε να τον χτυπήσει και να τρέξει . Ήταν η μόνη της σωτηρία . Ένιωθε τις παλάμες του πάνω της , να προσπαθούν να αφαιρέσουν τα ρούχα της . Μισούσε τον αδερφό της εκείνη την στιγμή . Τον μισούσε που τηβ είχε αφήσει μαζί τους παρά τα παρακάλια της να μην το κάνει .
Μέτρησε αντρός τροφή από μέσα της μέχρι το δέκα . Έπειτα σήκωσε το παγωμένο μέταλλο και με όση δύναμη είχε στόχευσε τον άντρα . Εκεί όλα μορφασε ελάχιστα από τον πόνο και αναγκάστηκε να πίσω πατήσει . Είχε ελαχιστο χρόνο μέχρι να συνέλθει . Με όσο κουράγιο της είχε απομείνει σηκώθηκε όρθια και άρχισε να τρέχει . Το εγκαταλελειμένο κτήριο ήταν το σπίτι της για τα τελευταία δυο χρόνια . Γνώριζε κάθε σπιθαμη του , θα μπορούσε εύκολα να βρει την έξοδο . Μπορούσε να ακούσει τα βήματα του να την ακολουθούν . Ήταν πιο μεγαλόσωμος , πιο δυνατός . Έπρεπε να κάνει τα διπλάσια βήματα για να του ξεφύγει . Το πόδι της πονούσε . Έπρεπε να το είχε σπάσει . Συνέχιζε όμως με το της τελευταία στιγμή . Μέχρι που το χέρι του την έπιασε βίαια ρίχνοντας την κάτω . Κατάφερε να δει την αστραφτερή λάμα από ένα μαχαίρι να χώνεται ξανά και ξανά στα πλευρά της ....

Πετάχτηκε από το κρεβάτι της . Δεν είχε πάρει υπνωτικά . Μόλις τώρα το είχε καταλάβει . Ήταν ιδρωμένο παντού . Η αναπνοή της έβγαινε γρήγορη , γέμιζε το δωμάτιο . Γύρισε και κοίταξε τον ουρανό . Ήταν ακόμη μαύρο σκοτάδι . Και εκείνη ξεκάθαρα δνε θα κοιμωταν άλλο . Σηκώθηκε όρθια και άρχισε να εξερευνά το υπόλοιπο σπίτι . Περίμενε να το κάνει αυτό όταν όλοι θα κοιμόταν . Ήλπιζε να τους συναντάει όσο λιγότερο γίνεται . Αφού την άφησαν μόνη της στο δωμάτιο δεν ξαναβγήκε . Ούτε για φαγητό ούτε για να τους μιλήσει . Πίστευε πως θα έχανε την αυτοκυριαρχία της εάν τους έβλεπε για τόση ώρα .
Στάθηκε μπροστά τον ολόσωμο καθρέφτη . Διστακτικά ανασηκώσε την μπλούζα της αφήνοντας εκτεθειμένο το σημάδι στα πλευρά της . Πέρασε τα δάχτυλα της ελαφρά από πάνω του μορφαζοντας από τον πόνο . Τίποτα δεν είχε περάσει από εκείνη την νύχτα , ούτε οι φυσικοί ούτε οι ψυχικού πόνοι . Και μαζί τους δεν περνούσε και το μίσος της . Αυτό μόνο δυνάμωνε όσο παιρνουσαν οι μέρες .
Έπιασε τα μαλλιά της σε μια πρόχειρη αλογοουρά και βγήκε από το δωμάτιο της . Ο διάδρομος ήταν σκοτεινός , οπως και όλοι οι υπόλοιπο χώροι μα δεν την ένοιαζε . Είχε μάθει να προσαρμόζεται στο σκοτάδι . Καλύτερα από τον καθέναν . Τα βήματα της εκανα τα ξύλινα πατώματα να τρίζουν ελαφρώς , σίγουρα όμως δεν θα πρόδιδαν την παρουσία της . Όλοι θα κοιμόντουσαν μέχρι τώρα . Ήταν απολύτως ασφαλής.
Το σπίτι στο εσωτερικό του ήταν αχανές . Είχε βρει τον εαυτό της να χάνεται στα διαφορά δωμάτια καθώς το εξερευνούσε . Δεν βιαζόταν όμως . Είχε χρόνο να μάθει κάθε σπιθαμη του απ έξω και ανακατωτά . Για να μπροει να στήνει τις παγίδες της .
Κοίταξε τον καταπράσινο κήπο . Ήταν αρκετά νωρίς για να βγει και να δει την αχανή έκταση που πριστοιχιζε το σπίτι . Φόρεσε το δερμάτινο μπουφάν της και δίχως δεύτερη σκέψη ξεχύθηκε στην φύση . Η περισσότερη έκταση ήταν απλώς ψηλά δέντρα , ωστόσο σε ένα μικρό ξέφωτο υπήρχε ένας ξύλινος σταυλος . Μπορούσε να ακούσει το χλιμίντρισμα από τα άλογα . Της φαινόταν ανήσυχα . Δίχως να το σκεφτεί περαιτέρω μπήκε μέσα . Υπήρχαν 6 άλογα . Φαινόταν πως η φασαρία προερχόταν μόνο από ένα . Ένα μαύρο με ξανθη χαίτη που χλιμίντριζε ακατάπαυστα . Είχε τον τρόπο της με τα άλογα . Είχε μάθει να τα ηρεμεί .
Με σταθερά βήματα προχώρησα προς το μέρος του . Το ζώο νιώθοντας απειλή έκανε να την χτυπήσει με τις οπλές του ωστόσο εκείνη το σταμάτησε με τα χέρια της .
Ήταν το πιο όμορφο άτι που είχε συναντήσει ποτέ της . Τα μεγάλα του μάτια την κοίταξαν και ηρέμησαν αμέσως , δίνοντας της την ευκαιρία να πλησιάσει ακόμη περισσότερο κοντά του .
Τα δάχτυλα της χάιδεψαν αρχικά την μουσούδα του και στη συνέχεια πέρασαν μέσα απ ο την πυκνή του χαίτη .
«Είσαι η πρώτη που καταφέρνει να τον πλησιάσει . Είναι άγριο άλογο .»
Η φωνή του Έντουαρτ την έκανε να αναριγυσει . Τα μάτια της έχασαν απευθείας την λάμψη τους και το χαμόγελο σβήστηκε από τα χαίτη της πριν γυρίσει να τον κοιτάξει . Δεν γνώριζε πως εκείνος την είχε ήδη δει να αφήνει ελεύθερο τον εαυτό της , βγάζοντας την σκληρή της μάσκα .
Τα πράσινα μάτια καρφώθηκαν μέσα στα δικά του . Η καρδιά της άρχισε να παλεται ανεξέλεγκτα .
«Εσυ είσαι .» Του είπε απλά δίχως να φύγει μακρυά απ ότι άλογο . Ένιωθε ασφαλής κοντά στο άγριο ζώο . Ήξερε πως δεν θα την πλησίαζε .
Εκείνος δεν μίλησε . Μόνο την κοιτούσε . Τον μαγνήτιζαν τα πράσινα μάτια της . Ήθελε να σπάσει την σκληρή της στάση . Μόνο τότε θα ευχαριστιόταν .
«Έρχομαι εδώ όταν δεν μπορώ να κοιμηθώ . Όποτε υποθέτω πως εσυ παραβιάσεις το προσωπικό μπυ χώρο .»
Την είπε μετά από λίγο .
«Δεν γνωριζα πως ήταν ο προσωπικός σου χώρος . Δεν θα ερχόμουν ποτέ .» Του είπε και έκανε να φύγει . Δνε θα τον άφηνε να την εκνευρίσει .
Το χέρι του άρπαξε το μπράτσο της με δύναμη καταφέρνοντας να ανακόψει την φορά της . Το βλέμμα της τον κοίταξε δολοφονικά . Δεν επέτρεπε σε κανέναν να την αγγίζει . Ποσό μάλλον σε εκείνον .
«Πάρε . Το. Χέρι .σου. Τώρα !» Του είπε σχεδόν φωνάζοντας και απομακρύνθηκε από κοντά του
Ο άντρας πίσω πάτησε σαστισμένος . Είχε συνηθίσει οι γυναίκες να αντιδρούν αλλιώς στο άγγιγμα του . Είχε το χάρισμα να τις επηρεάζει με τρόπο που τος μεταχειρίζονταν οπως επιθυμούσε . Όλες έπεφταν , εκτός από εκείνη .
«Εντάξει , εντάξει . Ηρέμησε .»
«Καλύτερα να πηγαίνω .»
«Σου είπα να πας πουθενά ;»
«Θυμάσαι να σε ρώτησα ;»
«Πρόσεχε πως μιλας !»
«Θα σε σέβομαι όσο αφορά την δουλειά . Αυτή ήταν η συμφωνία . Εκτός αυτής δεν έχω καμία υποχρέωση .»
«Μην τολμήσεις να φύγεις !»
Η Αριελλα ξεφυσιξε .
«Τι θες ;»
«Πες μπυ πως κατάφερες να τον ηρεμήσεις ; Εδώ και μήνες προσπαθώ να τον πλησιάσω για να τον εκπαιδευσω.»
«Έχω τον τρόπο μου με τα άλογα . Πάντα με καταλάβαιναν και τα καταλάβαινα από τότε που ..» έκοψε απότομα τα λόγια της . Για ποιον λόγο άρχισε να ανοίγεται σε εκείνον ; Παραλίγο να του αποκαλύψει ..
«Τότε που ;»
«Δεν έχει σημασία . Ξέχασε πως στο είπα .»
«Είναι δικός σου .»
«Ποιος .»
«Το άλογο . Αφού κατάφερες να τον κερδίσεις είναι δικός σου .»
Τον κοίταξε με περιέργεια .
«Δεν μπορώ να το δεχθώ .»
«Καντο . Θα σου χρειαστεί . Ξέρεις ιππασία ;»
«Έχω καιρό να κάνω όμως ναι .»
«Ωραία . Τότε θα σου κάνω κάποια μαθήματα κάθε απόγευμα .»
«Δεν χρειάζομαι κανένα μάθημα από εσένα .»
«Μπορείς να μου πεις γιατί είσαι τόσο αντιδραστική πάντα ;»
«Ποια θα ήταν η πλάκα αλλιώς Έντουαρτ ;»
Του απάντησε ανασηκώνοντας το φρύδι της . Ένα ψεύτικο ειρωνικό χαμόγελο στόλισε το πρόσωπο της . Ο άντρας μπροστά της τσητωθηκε. Κανένας δεν τον αποκαλούσε με το όνομα του . Είχε πολλά χρόνια να ακούσει κάποιον να το ξεστομίζει . Εκείνη όμως το έκανε τόσο απροκάλυπτα που τον εκνεύριζε και τον ερέθιζε ταυτόχρονα . Το λάτρευε να το ακούει από τα χείλη της . Δεν θα το έδειχνε όμως .
Την έπιασε με δύναμη από το μπράτσο .
«Σου έχω πει πως δεν θα με λες με το όνομα μου .» Άρχισε να την σπρώχνει προς τα πίσω . Το σώμα της ακούμπησε στον τοίχο .
«Ποια νομίζεις πως είσαι ;!»
Η Αριελλα δεν του μιλούσε . Απλώς τον κοιτούσε έντονα .
«Πες μου !»
Τα δάχτυλα του μπλέχτηκαν στα μαλλιά της χαϊδεύοντας τα απαλά . Ο αντίχειρας του πέρασε πάνω από το μάγουλο της .
Έσκυψε προς το μέρος της . Τα χείλη του στέκονταν μια ανάσα πάνω από τα δικά της .
«Αυτά τα μάτια σου μπορούν να με τρελάνουν το ξέρεις ;» Της ψιθύρισε αφυπνίζοντας την.
Δίχως δεύτερη σκέψη σήκωσε το πόδι της χτυπώντας τον στο θώρακα . Εκείνος νιώθοντας έντονο πόνο οπισθοχώρησε αφήνοντας την ελεύθερη .
Μην θέλοντας να τον αντικρυζει άλλο έφυγε τρέχοντας από το στάβλο και κλείστηκε στο δωμάτιο της .

Femme FataleМесто, где живут истории. Откройте их для себя