ΠΑΡΕ ΜΕ

1.3K 126 13
                                    

«Ο ποιος ;»
«Π αδερφός μου Έντουαρτ . Για όνομα του θεού συγκεντρώσου.»
«Δεν μου είχες πει πως είχε αδερφό.»
«Δεν με ρώτησες ποτέ για να σου απαντήσω .»
«Μάλιστα ... και το δουλειά έχει εδώ ;»
« ο αδερφός μου κάνει την ίδια δουλειά με εμένα . Είναι καλεσμένος εδώ .»
«Και είναι πάντα ..τόσο ευέξαπτος ;» Ρώτησε καιως τον κάρφωσε βλοσυρά με το βλέμμα του . Σίγουρα  αυτος ο αντρας θα ήταν πρόβλημα για να πλησιάσει την Αριελλα .
«Ο αντωνιο είναι απλώς υπερπροστατευτικος . Και δεν συμπαθεί τους άντρες που βρίσκονται γύρω μου . Όμως εσυ και εγώ είμαστε μόνο συνεργάτες . Δεν χρειάζεται να ανησυχείς fratello .»
«Δεν μου γεμίζει το μάτι μικρή .»
«Μπορώ να υπεραστπιστω τον εαυτό μου αντωνιο . Μην μπερδεύεσαι .»
«Το ξέρω μικρή ... το ξέρω .»
Το βλέμμα της έπεσε στον άντρα που έμπαινε εκείνη την ώρα στην αίθουσα . Περίπου 10 άντρες τον συνόδευαν . Ώστε φοβόταν . Ένα χαμόγελο  χαράχθηκε στα χείλη της . Είχε πολύ περισσότερη πλάκα όταν φοβόταν . Προσπάθησα να τον δει καλύτερα. Όταν οι πρώτοι φουσκωτοί του συνοδοί απομακρύνθηκαν ελάχιστα μπορούσε να διακρίνει το πρόσωπο του . Ήταν απίστευτα γνωστό . Θα ορκιζόταν πως κάπου το είχε ξαναδεί .
Έκλεισε για λίγο τα μάτια της . Και το μυαλό της πλημμύρισε με εικόνες . Εικόνες πόνου.
Flashback
Έτρεψε μέσα στο κτήριο . Είχε χαθεί . Έβριζε τον εαυτό της . Ήξερε το μέρος οπως τηβ παλάμη της και όμως μέσα στο πανικό της δεν μπορούσε να βρει την έξοδο . Εύχονταν ο αδερφός της να γυρνούσε . Σώζοντας την από αυτό το μαρτύριο .
Μπορούσε να ακούσει τα βήματα τους πίσω της . Ήταν περισσότεροι , πιο μεγαλόσωμοι . Θα την έφταναν εάν δεν έβγαινε από εκεί μέσα .
Γύρισε ελάχιστα το κεφάλι της για να τους δει . Ξταν απελπιστικά κοντά . Ήθελε να ουρλιαξει . Όμως καμία φωνή δεν έβγαινε από μέσα της . Ο φόβος είχε παγώσει τα πάντα μέσα της .
Άξαφνα συγκρούστηκε με ένα άλλο σώμα πέφτοντας κάτω . Σήκωσε το βλέμμα της ελπίζοντας πως ο πολυαγαπημένος της αδερφός θα είχε έρθει . Όμως όταν τα μάτια της αντίκρισαν την αντρική φιγούρα μπροστά της κάθε Λεμπιδάκη είχε χαθεί . Ήταν γεροδεμένος . Πολύ περισσότερο από τους άλλους . Και την κοιτούσε με ένα λάγνο βλέμμα . Στα χέρια του κρατούσε ένα σίδερο. Ήταν μυτερό και σκουριασμένο .
«Που νομίζεις ότι πας μικρή ; Δεν είπαμε πως θα περάσουμε καλά όλοι μαζί ;»
«Α..αφήστε με .. δεν σας έχω κάνει κάτι .»
«Σωστά . Εκτός από ότι πηγές να χτυπήσεις έναν από τους άντρες μου . Δεν νομίζεις πως πρέπει να σου ξεπληρώνω την χάρη .» Σήκωσε το σίδερο προς το μέρος της . Το μέταλλο γυάλισε ελάχιστα κάτω από το αμυδρό φως του δρόμου . Θα μπορούσε να πηδήξει από το παράθυρο . Λίγα σπασμένα πλευρά θα ήταν καλύτερο από ότι πρόκειται να συμβεί.
Ήταν όμως περικυκλωμένη . Έβρισε ψιθυριστά.
Ένιωσε δυο χέρια να την πιάνουν από τους αγκώνες ακινητοποιώντας της . Προσπάθησε με τους κεφυγει . Πραγματικά το έκανε . Ο άντρας που κρατούσε το σίδηρο βγήκε απ όρια σκιές και ήρθε απ ο πάνω της . Ορκίστηκε πως αυτά τα μάτια θα τα θυμόταν για πάντα στη ζωή της .
Η ανάσα του έπεφτε πάνω στο παιδικό  πρόσωπο της , προκαλώντας της αποστροφή .
«Αυτό θα πονέσει πολύ πριγκίπισσα .» Τον άκουσε να της λέει πριν το μέταλλο καρφωθεί μέσα στο κορμί της διαπερνώντας το σώμα της . Έπειτα το τράβηξε με δύναμη έξω κάνοντας την να ουρλιαξει από το πόνο .
Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της καθώς η όραση της γινόταν θολή . Σύντομα δεν μπορούσε να κρατήσει τα βλέφαρα της ανοιχτά . Δεν μπορούσε να δει , μόνο να ακούσει , και βα νιώσει . Να ακούσει τις ζώνες από τα παντελόνια τους να πέφτουν στο πάτωμα σχεδόν συγχρονισμένα . Και έπειτα να νιώσει περισσότερο πόνο καθώς την βίαζαν . Και εκείνη ήταν ακίνητη . Αιμοραγουσε και ήλπιζε πως τουλάχιστον θα είχε πεθάνει .
End of flashback

Οι κόρες των ματιών της διασταλθηκαν . Εκείνα τα μάτια . Τα θυμόταν τόσο γαμημενα καλά .οσο και εάν ήθελε να τα ξεχάσει . Ξαφνικά ένιωσε αδύναμη , ευάλωτη . Οπως εκείνο το μικρό κορίτσι που είχε πέσει στα χέρια του . Ήθελε να ουρλιαξει , να κλάψει , να φύγει .
Ο αντωνιο παρακολουθώντας την απότομη αλλαγή στη διάθεση της αδερφής του έσκυψε πίσω από το αυτό της ψιθυρίζοντας .
«Είσαι καλά μικρή ;»
«Α..αντωνιο ..είναι ..είναι αυτός.»
Ο άντρας κατάλαβε αμέσως . Η αδερφή του φοβόταν μόνο έναν άνθρωπο . Τραυλίζε μόνο όταν μιλούσαν για εκείνον . Ήταν αδύναμη μόνο τα βραδιά που ξυπνούσε από εφιάλτες . Έτσι είχε καταλάβει πως εκείνος π άντρας που κατέβαινε την σκάλα και χαμογελούσε πλατιά γεμάτος αυτοπεποίθηση και καθόλου τύψεις ήταν ο ιδιος που 9 χρόνια πριν είχε διαλύσει ότι καλό και αγνό είχε μείνει πάνω στην μικρή του . Την είχε μετατρέψει σε μια άκαρδη μηχανή πολέμου , που δεν άφηνε κανέναν να πλησιάσει την πληγωμένη της καρδιά . Ούτε καν τον ίδιο ,
Έσφιξε της μπουνιές του.
«Θα τον σκοτώσω τον πούστη !» Γρυλισε και αμέσως πετάχτηκε προς το μέρος του . Το χέρι της όμως απλώθηκε ε απευθείας εμποδίζοντας τον . Γύρισε να την δει και το ύφος του μαλάκωσε απευθείας . Το σώμα της έτρεμε . Όσο και εάν προσπαθούσε να κρατηθεί ψύχραιμη και κυρίαρχος του εαυτού της , ο αντωνιο ήξερε πως δεν θα κρατούσε για πολύ .
«Άρια ..»
«Μην πας . Απλώς βγάλε με από εδώ .»
«Άρια δεν μπορώ να τον αφήσω έτσι ... γαμωτο .»
«Πάρε με από εδώ !» Του είπε ακόμη μαι φορά λίγο πιο δυνατά από ότι έπρεπε . Η φωνή της έβγαινε σταθερή αλλά πονεμένη . Μερικοί από τους καλεσμένους γύρισαν προς το μέρος τους κοιτάζοντας την . Το ίδιο έκανε και ο Έντουαρτ .
«Τις στο καλό αριε..» πήγε να της πει όταν είδε το πρόσωπο της . Δεν είχε να κάνει σε καμία περίπτωση με την γυναίκα που είχε γνωρίσει . Έμοιαζε χαμένη . Φοβισμένη . Είχε ξαναδεί αυτό το βλέμμα . Αυτού του ειδους τον φόβο . Στηβ άδικη του αδερφή . Λίγο πριν πεθάνει από τον ίδιο άντρα που τώρα έβλεπε στην βάση της σκάλας . Της είχε απαγάγει καο την είχε βιάσει μέχρι θανάτου ο μπάσταρδος . Ήταν πολύ αργά όταν την είχε βρει .
Και τώρα η μόνη του επιθυμία ήταν να τον σκοτώσει . Δεν θα άφηνε όμως κανέναν άλλον να το κάνει . Μόνος  του θα έπαιρνε εκδίκηση για τον θάνατο της μικρής του πριγκίπισσας .
Πήγε να την αγγίξει εκείνη όμως τραβήχθηκε απευθείας μακρυά του τρέχοντας προς τα έξω .
Ο Έντουαρτ έκανε να την ακολουθήσει όταν το χέρι του αντωνιο τον σταμάτησε . Γύρισε να τον κοιτάξει εκνευρισμένος .
«Άφησε την . Θα πάω εγώ μαζί της .»
«Γιατί έφυγε έτσι ; Τι την έπιασε ;»
«Ας πούμε πως δεν εκεί και τις καλύτερες αναμνήσεις από αυτόν την τύπο που θέλεις να δείρει .»
Του απάντησε κοφτά και έσπευσε βα την ακολουθήσει πριν κάνει κάποια βλακεία στον εαυτό της . Η αδερφή του ήταν το μόνο που τον ένοιαζε αυτή τη στιγμή . Εάν πάθαινε ξανά κάτι καμία ζωή δεν είχε σημασία . Θα τους σκότωνε όλους .

Femme FataleWhere stories live. Discover now