ΜΕΡΕΣ ΠΑΛΙΕΣ

1.2K 101 5
                                    

Κράτησε την κούπα με τον καφέ ανάμεσα στα χέρια της και βγήκε στο μπαλκόνι . Είχε μόλις βραδιάσει όμως εκείνη δεν είχε σκοπό να κοιμηθεί . Όχι στον ίδιο χώρο μαζί του . Ο κρύος αέρας έκανε τα γυμνά κλαδιά των δέντρων να χτυπούν τα τζάμια . Ο καιρός είχε αγριέψει απότομα . Σίγουρα αύριο θα έβρεχε .
Ξεφυσιξε έντονα καθώς κοιτούσε τα σύννεφα που πλησίαζαν . Γιατί ένιωθε διαφορετικά για εκείνον ; Έπρεπε να τον μισεί με όλη της τηβ καρδιά , όμως σίγουρα δεν το έκανε . Νοιαζόταν για εκείνον όσο και εάν δεν ήθελε να το παραδεχθεί .
«Τι στο διάολο συμβαίνει μαζί μου ;» Ψιθύρισε περισσότερο στον εαυτό της πριν μπει μέσα στο σπίτι . Ακούμπησε την κούπα πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού και προχώρησε προς τα δωμάτια .
Άνοιξε διστακτικά την πόρτα του δικού της. Εκείνος κοιμόταν ήρεμος στο κρεβάτι της . Όταν είχε γυρίσει με το φαγητό του λίγες ώρες πριν εκείνος κοιμόταν ήδη και δεν θέλησε να τον ξυπνήσει . Γνώριζε ποσό εξαντλητικό ήταν που είχε σηκωθεί στην κατάσταση του . Έτσι απλώς τον σκέπασε και έφυγε απ Ότο δωμάτιο απευθείας .
Αποφάσισε να μην φάει ούτε η ίδια έτσι κοίταξε μερικά από τα χαρτιά της . Οποιαδήποτε πληροφορία για την αδερφή του . Όμως πέρα από όσα ήδη θυμόταν τίποτα άλλο δεν θα την έκανε να καταλάβει τι είχε συμβεί στην πραγματικότητα .
Πλησίασε προς το μέρος του διστακτικά και αθόρυβα . Γνώριζε πως εάν τον ξυπνούσε δεν θα έβρισκε ησυχία . Και ήταν το μόνο που χρειαζόταν αυτή τη στιγμή .
Γονάτισε για να μπορεί να τον παρακολουθήσει . Με το ζόρι κρατήθηκε φια να μην απλώσει τα δάχτυλα της πάνω του .
«Εάν δεν ήσουν αυτος που είσαι ίσως και να σε συμπαθούσα .» Είπε χαμηλόφωνα .
Έμεινε να τον κοιτάζει για λίγη ώρα ακόμη πριν πάρει τηβ απόφαση να τον αφήσει στη νησυχια του .
Βγήκε στο διάδρομο και έριξε μια μάτια στην απέναντι πόρτα . Δεν είχε μπει σε εκείνο το δωμάτιο για πολλά χρόνια , ίσως από τότε που πέθαναν οι γονείς της . Οι αναμνήσεις την τρελαίναν , δεν άντεχε να μπει εκεί μέσα .
Κούνησε το κεφάλι της αποδοκιμαστικά . Ήταν έτοιμη να λυγίσει για ακόμη μαι φορά . Δίχως να καθίσει να το σκεφτεί παραπάνω άνοιξε την πόρτα του δωματίου του αδερφού της και μπήκε μέσα . Ξάπλωσε με τα ρούχα της στο κρεβάτι του και γύρισε το κορμί της έτσι ώστε να κοιτάζει έξω .
Της ήταν δύσκολο να θυμάται πως πολλά χρόνια πριν αυτό το σπίτι έσφιξε από ζωή , πως είχαν υπάρξει λίγες όμορφες στιγμές στη ζωή της . Όλα έμοιαζαν με ένα θολό σύννεφο, μια ανάμνηση καλυμμένη με ομοχλη και θαμμένη στα απότερα σημεία του μυαλού της . Έτρεμε την στιγμή που θα τους ξεχνούσε . Ακόμη και ένα γνώριζε πως αυτό θα συνέβαινε μια μέρα . Έσφιξε τις γροθιές της . Ο άντρας που Εν μέρη ήταν υπεύθυνος για όσα είχαν συμβεί κοιμόταν στο διπλανό δωμάτιο , και η ίδια είχε την ευκαιρία να τον σκοτώσει επι τόπου λυτρώνοντας τον εαυτό της .
Όμως δεν έκανε τίποτα , δεν έβραζε από μίσος για το πρόσωπο του . Βαθειά μέσα της γνώριζε πως εκείνος δεν ήταν υπεύθυνος για τις πραξεις του πατέρα του . Έπρεπε όμως να ρίξει κάπου την ευθύνη . Κάποιος από την οικογένεια τους έπρεπε να πληρώσει . Και ο Έντουαρτ θα το έκανε με το χειρότερο τρόπο .
Αναστέναξε . Δεν ήθελε να γίνει έτσι . Ακόμη και όταν ήταν στον δρόμο και πεινούσε , πριν η καρδιά της γεμίσει με μίσος , πριν πονέσει , πριν μάθει την αλήθεια , ακόμη και τότε που ζούσε με τον φόβο της νύχτα απ ου κάλυπτε τα πάντα , είχε πάντα αλλά σχέδια για το μέλλον της . Όμορφα σχέδια , γεμάτα ελπίδα . Και όλα γκρεμίστηκαν μέσα σε λίγα λεπτά , οπως ένα κάστρο φτιαγμένο από άμμο παρασειρεται από το μικρότερο κύμα .
Έκλεισε τα μάτια της . Ήταν παλιές αναμνήσεις , μέρες ου ανήκαν στο παρελθόν , που δεν έπρεπε να φέρνει στο μυαλό της . Δεν μπορούσε όμως να ξεχάσει την ευτυχία που έχασε , εκείνη που ο πατέρας του Έντουαρτ της στέρησε για τόσα χρόνια .
Δεν κατάλαβε ποτέ την είχε πάρει ο ύπνος .


Άνοιξε τα μάτια του προσπαθώντας να προσαρμοστεί στο σκοτάδι . Έφερε το χέρι του , ξεχνώντας στιγμιαία , πως πονούσε για να τρυψει τα μάτια του . Έριξε μια γρήγορη μάτια έξω . Σίγουρα πρέπει να κοιμωταν γι αρκετή ώρα καθ σ πυκνό σκοτάδι κάλυπτε τα πάντα . Σκέφτηκε να την φωνάξει , δίστασε όμως όταν συλλογιστηκε πως ίσως και να κοιμόταν . Λάτρευε να την βλέπει να κοιμάται , ένιωθε πως κάθε βάρος έφευγε από πάνω της και μπροστά στα μάτια του ξετυλίγονται ένα ευαίσθητο , συμπονετικό κορίτσι . Και λάτρευε εκείνη την μορφή της .
Δίχως να το σκεφτεί αρκετά πέταξε πέρα το πάπλωμα που σκέπαζε το κορμί του . Τα πόδια του ακούμπησαν το κρύο πάτωμα και σε δευρερολεπτα ήταν όρθιος . Για ελάχιστα δευτερα ακούμπησε τον τοίχο για να βρει την ισορροπία του . Έπειτα ξεκίνησε να εξερευνά το δωμάτιο . Την προσοχή του τράβηξε μια φωτογραφία που βρισκόταν πάνω σε ένα από τα κομοδίνα ,
Η εικόνα απεικόνιζε δυο ενηλίκους , ένα νεαρό αγόρι και ένα μωρό κορίτσι. Όλοι χαμογελούσαν . Εμπιαζαν με μια πολύ ευτυχισμένη οικογένεια . Στιγμιαία αναρωτήθηκε εάν εκείνοι ήταν η γονείς της αρειλλας . Ποτέ της δεν του είχε μιλήσει γι αυτούς .
Άφησε βιάστηκα τηβ κορμιά στη θέση της και βγήκε αθόρυβα από το δωμάτιο . Έκανε όσο πιο μικρά βήματα μπορούσε καθώς ήταν ακόμη αδύναμος από το χτύπημα . Προχώρησε στο διάδρομο ανοίγοντας την πρώτη πόρτα που βρήκε στα δεξιά του . Προς μεγάλη του έκπληξη όμως ήταν κλειδωμένη . Προσπάθησε να την ανοίξει για μια δεύτερη φορά όμως το μόνο που άκουσε ήταν το παλιό ξύλο να διαμαρτύρεται έντονα .
Κοίταξε την διπλανή πόρτα και αμέσως κινήθηκε προς τα εκεί . Γύρισε το πόμολο με μεγάλη ευκολία μαι μπήκε στο δωμάτιο . Η μπαλκονόπορτα ήταν ανοιχτή . Ο αέρας έκανε τις λευκές κουρτίνες να ανεμίζουν . Το ελάχιστο φως του φεγγαριού έπεφτε κατευθείαν πάνω στο κρεβάτι φωτίζοντας δο πρόσωπο της . Ο άντρας μείωσε την ανάσα του να κόβεται στο θέαμα μπροστά του . Με σταθερά μα αργά βήματα κινήθηκε προς το μέρος της . Τράβηξε ελαχιστα τα σκεπάσματα και χώθηκε από κάτω τους ξαπλωνοντας δίπλα της . Τηβ ένιωσε να αναδεύεται και βα γυρίζει προς το μέρος του ανοίγοντας ελαφρώς τα μάτια της
«Έντουαρτ , τι συνέβη ; Πονάς ;» Τον ρώτησε αγουροξυπνημένη ακόμη
«Όχι .. όχι .. καμία σχέση ..»
«Τότε ; Τι θες εδώ μέσα στην μαύρη νύχτα . Με τρόμαξες .»
«Δεν μπορούσα να κοιμηθώ μόνος μου . Σε παρακαλώ ασε με να ξαπλώσω δίπλα σου απόψε .»
«Έντουαρτ ...»
«Σε παρακαλώ .»
Την άκουσε να ξεφυσαει απαλά.
«Καλά .. μόνο για απόψε όμως ... επειδή δεν θέλω να σηκώνεσαι συνέχεια . Δεν θα επαναληφθεί όμως .»
«Στο υπόσχομαι .» Της απάντησε χαρούμενο με μια απρόσμενη κίνηση τύλιξε το χέρι του ξέρω από την μέση της φέρνοντας στο μέρος της .
Η κοπέλα γουρλωσε τα μάτια της . Η αναπνοή της έγινε γρηγορότερη . Γαμημενη επιρροή .
«Τι στο καλό ;»
«Σσσσς .. απλώς αφεσου .»
Τις ψιθύρισε καθώς έχωσε το κεφάλι του ανάμεσα στον λαιμο και τον ώμο της .
«Καληνύχτα άρια .»
«Καληνύχτα Έντουαρτ .» Αναφώνησε παραδομένη στην γλυκιά μέθη που προκαλούσε στα ρουθούνια της το άρωμα του , και έκλεισε τα μάτια της πέφτοντας σύντομα για ύπνο  . Έριξε μια τελευταία μάτια έξω . Χαρούμενες αναμνήσεις ήρθαν στο μυαλό της .
Ήταν παλιές μέρες εκείνες ... σκέφτηκε ...

Femme FataleTahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon