Κεφαλαιο 7

176 15 0
                                    

Με πήρε από το χέρι και με άφησε να καθίσω σε έναν κορμό. Η αλήθεια είναι πως είμαι ακόμα ταραγμένη από όλο αυτό. Φοβήθηκα τόσο πολύ πως θα μου έκαναν κακό. Πίστεψα πως η οικογένειά του θα ήθελε να με σκοτώσει εφόσον με θεωρούσαν εισβολέα. Επίσης ανησυχούσα και για την ομάδα μου,  όμως δεν καταλαβαίνω γιατί μας φέρονται επιθετικά εφόσον εμείς ήρθαμε με φιλικές προθέσεις.

<<Αγάπη μου είσαι καλά?.>> με διέκοψε ο Αχιλλέας από τις υπερβολικές μου σκέψεις.
Το κακό με μένα είναι ότι σκέφτομαι υπερβολικά κάτι που με επηρεάζει πολύ.

<<Μια χαρά είμαι. Απλώς τρόμαξα λίγο.>>
<<Δεν χρειάζεται. Αύριο θα φύγουμε από εδώ οπότε ησύχασε. Ο μπαμπάς σου είχε δίκιο δεν έπρεπε να σε αφήσω να έρθεις.>>
<<Όχι ρε Αχιλλέα! Δεν πρέπει να φύγουμε. Πρέπει να συνεχίσουμε τις έρευνες.>>
<<Μα θα συνεχίσουμε. Εσύ δεν θα είσαι μαζί μας.>> είπε κι εκεί έμεινα να τον κοιτάω σαν χαζή. Τι του λές τώρα? Δεν θα μου πεί αυτός τι θα κάνω. Εγώ δεν φεύγω από εδώ ο κόσμος να χαλάσει. Θα βρώ έναν τρόπο για να μην γυρίσω πίσω μαζί τους.

Όλο το βράδυ καθόμουν και σκεφτόμουν πως θα το έσκαγα κι έτσι αποφάσισα να περιμένω να κοιμηθούν όλοι και να εξαφανιστώ. Όταν έκλεισαν τις λάμπες μας και κατάλαβα πως είχαν κοιμηθεί σηκώθηκα πήρα τον χάρτη, μια λάμπα, το σακίδιό μου κι έφυγα.

Περπατούσα ώρες με βάση τον χάρτη κι έτσι αποφάσισα να ξαπλώσω στο χώμα και να κοιμηθώ. Όταν ξύπνησα είδα μια αντρική φιγούρα να κάθεται πιο πέρα κοιτώντας το κενό.

<<Επιτέλους ξύπνησες πριγκήπισσα.>> μου είπε χωρίς καν να με κοιτάξει. Ήταν γυρισμένος πλάτη και δεν μπορούσα να δώ το πρόσωπό του. Στην αρχή πίστεψα πως ήταν εκείνο το αγόρι όμως μετά παρατήρησα καλύτερα τα μαλλιά του και δεν είχαν το χρώμα του. Αυτός έχει μαύρα και πιο μακρυά.

<<Ποιός είσαι εσύ?>> ρώτησα περιμένοντας μια απάντηση αλλά αντί γι' αυτό γύρισε και με κοίταξε.
Μπορώ να πώ πως ήταν κάπως τρομακτικός. Όχι στην όψη αλλά στο βλέμμα. Φαινόταν άγριος και βάρβαρος κάτι που με τρόμαζε ακόμη πιο πολύ. Αυτό που παρατήρησα ήταν πως είχε σχεδόν τα ίδια ρούχα με εκείνο το αγόρι. Και ένα τόξο. Μάλλον είναι κυνηγοί δεν εξηγείται αλλιώς. Τώρα αν ήμουν με τη μαμά μου αυτό που θα μου έλεγε θα ήταν να τρέξω όπως και η μια φωνούλα μέσα μου. Όμως επειδή με ξέρετε καλά είστε σίγουροι πως η περιέργειά μου θα νικήσει.

<<ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΑΙ!>> του φώναξα κι αυτός μου απάντησε.
<<Ο πρίγκηπας>> ώπα ώπα. Πρώτον και κύριο έχουν ακόμα βασιλιάδες????
Έλεος!! Και δεύτερον προηγουμένως με είχε αποκαλέσει πριγκήπισσα. Μήπως αυτός ο ηλίθιος νομίζει ότι είμαι η χαμένη γυναίκα του. Αα τον βλάκα αυτό είναι σίγουρα.

<<Δεν είμαι η χαμένη γυναίκα σου!>> είπα φωναχτά. Ούπς. Αυτό δεν έπρεπε να το ακούσει. Μπράβο ηλίθια Άρτεμης καλά τα κατάφερες πάλι.
Εκείνος με κοίταξε με απορία και συνέχισε.

<< Ναί αν και δεν κατάλαβα αυτό που είπες πρέπει να έρθεις μαζί μου. Είσαι εισβολέας.>>
<<Συγγνώμη πως το καταλαβαίνετε όλοι αυτό. Αφού είμαστε ίδιοι. Τι μας μυρίζετε μήπως?>> είπα με ένα σαρκαστικό ύφος και περίμενα να νευριάσει όμως έμεινε ήρεμος.
<<Πάμε.>> με διέταξε και με έπιασε απο το μπράτσο σπρώχνοντάς με.

Θέε μουυυ που με πάει. Αυτό είναι ήρθε το τέλος μου. Έχετε γειά βρυσούλες. Και ναί εδώ θα χαθεί μια φανταστική κοπέλα. Αντίο να ξέρετε πως σας αγαπώ.

Άρτεμης σταμάτα τις βλακείες όλα καλά θα πάνε. Αυτό έλεγα συνέχεια στον εαυτό μου μέχρι που φτάσαμε σε ένα παλάτι. Παναγία μου είναι τεράστιο και πανέμορφο κρίμα που δεν θα ζήσω πολύ για να το απολαύσω.
Όχι όχι θετικές σκέψεις.

Φτάσαμε μπροστά από έναν θρόνο στον οποίο καθόταν ένας κύριος σε μεγάλη ηλικία όμως τα μαλλιά του και το δέρμα του δεν έδειχναν γερασμένα. Πώς γίνεται αυτό?? Κοίτα να δείς κοντεύω να πεθάνω και μένα με νοιάζουν οι ρυτίδες.

<<Ποιά είναι αυτή?>> ρώτησε αυστηρά ο άντρας κοιτώντας νευριασμένα πρός την μεριά μου.
<<Δεν ξέρω. Την βρήκα στο δάσος είναι μια εισβολέας.>>

Ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που έκανα του κεφαλιού μου. Ποτέ δεν ακούω τους γύρω μου και να τα αποτελέσματα. Ο Αχιλλέας μου είπε να γυρίσω πίσω και τώρα θα καθόμουν και θα άραζα στον υπολογιστή μου αλλά όχι η Αρτεμούλα ήθελε περιπέτειες. Να πάρτα τώρα!

<<Ωράια πήγαινέ την στο κελί της >> είπε εκείνος απευθυνόμενος σε μια υπηρέτρια.
Εκείνη έπιασε το χέρι μου και με κατεύθυνε. Εγώ κοιτούσα κάτω στο πάτωμα απορροφημένη από τις σκέψεις και κυρίως τους φόβους μου.

Ξαφνικά εκεί που έστριψα έπεσα πάνω σε κάποιον περιμένοντας να σωριαστώ στο πάτωμα. Όμως δύο γυμνασμένα χέρια με κρατούσαν από την μέση. Σήκωσα το κεφάλι μου και μόλις είδα αυτά τα υπέροχα μπλέ μάτια ανατρίχιασα ολόκληρη.

Ξέχνα τις προκαταλήψεις και ζήστο!Where stories live. Discover now