Κεφαλαιο 9

155 11 0
                                    

Είχε πέσει στο πάτωμα και με κοιτούσε με απορία. Η αλήθεια είναι πως ήμουν απότομη αλλά δεν με νοιάζει η γνώμη του αυτό ήταν το σωστό κι αυτό έκανα. Δεν θα μπορούσα να φιλήσω κάποιον άγνωστο και ηλίθιο ενώ έχω αγόρι. Βέβαια και αγόρι να μην είχα πάλι δεν θα το έκανα αλλά λέμε τώρα.

Σήκωθηκε και στάθηκε μπροστά από την πόρτα χωρίς να πάρει το βλέμμα του από πάνω μου.
<<Τί κοιτάς>> του φώναξα εγώ καθώς εκνευρίζομαι όταν με κοιτάνε επίμονα.
<<Χαχα πίστεψες ότι θα σε φιλούσα?>> είπε εκείνος με ένα σαρκαστικό ύφος.

Τί εννοεί πως δεν θα με φιλούσε??

Εννοεί πως δεν θα σε φιλούσε ηλίθια!

Καλώς την σπαστικιά φίλη μου. Δεν ξέρω για εσάς εγώ πάντως μέσα μου έχω δύο φωνούλες. Την σπαστικιά και την υποστηρικτική. Εε τώρα εμφανίστηκε η ηλίθια.

Εσύ είσαι ηλίθια που ήθελες να σε φιλήσει αυτός ο κούκλος και νόμιζες πως θα το έκανε.

Χα τώρα θα δείς σιγά μην τον αφήσω να καυχιέται. Θα σου το κόψω αυτό το σκατό γελάκι σου.

<<Φυσικά και όχι. Εσύ ξέρω πως δεν φιλάς γυναίκες!>> του είπα με ένα παιχνιδιάρικο στυλάκι. Το οποίο ,αν διακρίνω από τις φλέβες που πετάγονται στο λαιμό του, πρέπει να τον εκνεύρισε πάρααα πολύ.

<<Τί εννοείς ηλίθια?>>
<<Αα σόρυ ίσως εσείς στον κόσμο σου δεν έχετε τέτοιες προτιμήσεις. Τα φτιάχνετε άντρας με άντρα και γυναίκα με γυναίκα σωστά?>>
<<Μη λές παπαριές.>> είπε αυτός θυμωμένα.

Και ναί τώρα με την αδιαφορία θα του σπάσω περισσότερο τα νεύρα διότι μ αρέσει να εκνευρίζω τους σπαστικούς.

<<Οκέυ. Δεν θα συζητήσω άλλο βαριέμαι γι'αυτό μπορείς να πηγαίνεις.>> είπα κι έδειξα την πόρτα αδιάφορα. Ούπς κάποιος νευρίασε.

Άρχιζε να με πλησιάζει απειλητικά θα έλεγα όμως εγώ έδειχνα πως δεν επηρεάζομαι αν και μεταξύ μας είχα κλάσει μέντες.

<<Αν συνεχίσεις να μου πουλάς μαγκιές αυτός που θα έχει την ευχαρίστηση να σε σκοτώσει θα είμαι εγώ. Κατάλαβες μικρούλα?>> είπε και είχα αρχίσει να κοκκινίζω καθώς είχε έρθει πάλι κοντά μου. Γαμώτω γιατί κάνω έτσι. Κάνω σαν έφηβη που θα λιποθυμίσει αν την αγγίζει ο μεγάλος της έρωτας.
Τώρα θα δείς του έχωσα μια κλωτσιά στην κοιλιά κι άρχισα να τρέχω σαν τρελή.

Είχα μπερδέψει τους διαδρόμους άλλα παρόλα αυτά δεν το έβαζα κάτω και συνέχιζα να τρέχω μέχρι που έπεσα πάνω σε κάποιον. Όχι γαμώ την γκαντεμιά μου. Περίμενα να αντικρύσω αυτά τα υπέροχα μπλε μάτια αλλά αντί γι'αυτό είδα κάτι κατάμαυρα μάτια να με κοιτάνε. Μού έδωσε το χέρι του για να με βοηθήσει να σηκωθώ αλλά δεν το δέχτηκα κι έτσι σηκώθηκα μόνη μου.

<<Γιατί δεν δέχτηκες τη βοήθειά μου και γιατί το έσκασες?>>
<<Θέλετε να με σκοτώσετε και μου λές γιατί δεν δέχομαι τη βοήθειά σου?>> είπα εγώ σταυρώνοντας τα χέρια μου κάτω από το στήθος μου.
<<Μην φοβάσαι δεν θα σε σκοτώσουμε. Σε κρατάμε μόνο και μόνο για να μην μας κάνουν κακό οι δικοί σου.>>
<<Οι δικοί μου δεν θα σας έκαναν ποτέ κακό. Είμαστε φιλικοί σε αντίθεση με σας που είστε βάρβαροι.>>
<<Χα πόσα λίγα ξέρεις. Τέλος πάντων πάμε τώρα στο δωμάτιό σου.>> είπε με έπιασε από το μπράτσο και με τραβούσε.

<<Στην φυλακή μου θές να πείς.>> μουμρούρισα εγώ όμως από ότι φάνηκε δεν με άκουσε.

Φτάσαμε και πρίν προλάβουμε να ανοίξουμε την πόρτα την άνοιξε ο κούκλος. Εε το αγόιρ εκείνο ξέρετε εσείς.

<<Δεν τα κατάφερες να φύγεις βλέπω.>> είπε εκείνος χαμογελώντας.

Ααααα θα του το σπάσω το κεφάλι. Εγώ είμαι φυλακισμένη κι αυτός το απολαμβάνει. Κάφρε.
<<Όχι τα κατάφερα αυτό που βλέπεις μπροστά σου είναι το ομίωμά μου.>> είπα με πολύ δόση ειρωνείας.
<<Κάνουμε και πνεύμα μικρούλα?>>
<<Αν με ξανα πείς μικρούλα θα φάς την κλωτσιά σε πιο σημαντικό σημείο.>>

Με πήρε απο τον άλλο και με έβαλε μεσα στο δωμάτιο κλειδώνοντας την πόρτα.

Μεριά Λούκας

Δεν μπορώ με τρελαίνει αυτή η κοπέλα. Θέλω να την φιλήσω και δεν ξέρω γιατί. Είναι γήινη και αυτό απαγορεύεται. Είναι ξένη μία εισβολέας τίποτα παραπάνω. Θέλει τον πλανήτη μας κι εμάς να μας καταστρέψει. Δεν θα την αφήσω να με επηρεάζει όχι δεν θα το επιτρέψω.

Τώρα θα τα ακούσω για τα καλά από τον μαλάκα που μου ξέφυγε.
Τί κάνει??? Θέλει να με σκοτώσει. Κάθεται στο κρεβάτι κοιτάει το παράθυρο και χαιδεύει τα μικρά υπέροχα χειλάκια της.
Τιιιιι??? Τί είπα. Το παίρνω πίσω.

<<Δεν έπρεπε να τον είχα παρακούσει.>> ψιθήρισε αλλά την άκουσα.
Πήγα δίπλα της κι έκατσα στο κρεβάτι.

<<Ποιόν?>> την ρώτησα όσο πιο ήρεμα και χαμηλόφωνα μπορούσα.
<<Τον Αχιλλέα.>>
<<Ποιός είναι αυτός?>>
Γύρισε με κοίταξε με ένα δολοφονικό βλέμμα σηκώθηκε απότομα κι άρχισε να με χτυπάει φωνάζοντας και κλαίγοντας.

<<Εσύ εσύ και η ηλίθια οικογένειά σου φταίει!!!! Με έχετε εδώ μέσα μία μέρα και κοντεύω να τρελαθώ. Σας σιχαίνομαι!!!!!>> ούρλιαζε. Τότε έπιασα τα χέρια της την τράβηξα ρίχνοντάς την στο κρεβάτι κι εγώ από πάνω της.

<<Ηρέμησε. Σε παρακαλώ φτάνει.>>
<<Άφησέ μεεε!!!.>> άρχισε να κοπανιέται προσπαθώντας να απελευθερωθεί από την λαβή μου όμως την έσφιξα περισσότερο. Τότε εκείνη σταμάτησε να αντιστέκεται.

<<Θέλω να φύγω. >> είπε χαμηλόφωνα με δάκρυα να κυλάνε στα μάγουλά της.

Όχι ρε γαμώτω όχι να κλαίει δεν το αντέχω αυτό. Την σήκωσα και την έριξα στην αγκαλιά μου χαϊδεύοντας τα μαλλιά της.

Ξέχνα τις προκαταλήψεις και ζήστο!Donde viven las historias. Descúbrelo ahora