Κεφαλαιο 36

90 7 2
                                    

Το δαχτυλίδι ακόμη είχε αυτή την λάμψη που σε ανάγκαζε να έχεις ελαφρώς κλειστά τα μάτια σου, ενώ ο Λούκας κοιτούσε έκπληκτος εμένα. Δεν μπορεί να πιστεύει πως εγώ θα τους σώσω, αν είναι δυνατόν. Εγώ είμαι από την Γη ή τουλάχιστον έτσι νομίζω. Ουφ δεν ξέρω, με έχουν σοκάρει όλα αυτά. Θέλω να φύγω από εδώ πέρα, θέλω να τρέξω στο σπιτάκι μου. 

<<Λούκας δεν μπορεί να πιστεύεις αυτά που είπε η μαμά σου.>> πλέον το φως από το δαχτυλίδι είχε σταματήσει και είχε πάρει την μορφή ενός φυσιολογικού κοσμήματος.

<<Άρτεμης δεν το είπε η μαμά μου αυτό, αλλά η προφητεία.>>

<<Τί εννοείς? Ποιά προφητεία?? Για ποιό πράγμα μιλάς??>> άρχισα να τον βομβαρδίζω με ερωτήσεις και φυσικά είχε σταματήσει να μιλάει, καθώς επεξεργαζόταν τα λόγια μου. Έπιασε αμήχανα τον σβέρκο του κι έξυσε σκεπτικά το πιγούνι του. 

<<Λοιπόν, ξέρω πως όλα αυτά σου φαίνονται ασυναρτησίες όμως είναι η αλήθεια. Άρτεμης πρέπει να με πιστέψεις και να με βοηθήσεις να σώσουμε τον κόσμο μας.>>

<<Τον κόσμο σου θες να πείς.>> τον διόρθωσα κι αμέσως το βλέμμα μου απέφυγε το δικό του. Δεν ήθελα να με διαψεύσει γιατί βαθιά μέσα μου ήλπιζα πως ότι μου είχε πει η μαμά του ήταν μια παραπληροφόρηση.

<<Όχι Άρτεμης ήθελα να πω κόσμο μας.>> μόλις άκουσα την πρότασή του, τον κοίταξα απότομα και νευριασμένα,τυλίγοντας τα χέρια μου γύρω από τους ώμους μου.

<<Σταμάτα τις βλακείες Λούκας!>> το ύφος μου είχε ξαναγίνει σκληρό κι απόμακρο. 

<<Δεν λέω βλακείες Άρτεμης αλλά αν θες να φύγεις σαν δειλή από το πεπρωμένο σου, τότε κάντο. Δεν θα σε εμποδίσω.>> πλέον δεν με κοιτούσε, είχε γυρίσει ολόκληρος και χάζευε το ορμητικό νερό που έρεε από τους καταρράκτες. Δεν μπορούσα να διακρίνω καλά τα χαρακτηριστικά του προσώπου του διότι το φως δεν ήταν υπέρ μου. Το φεγγάρι βρισκόταν από την άλλη μεριά και εκτός αυτού φαινόταν πολύ εξουθενωμένο για να φωτίσει ολόκληρο το δάσος. Σήκωσα σιγά σιγά το κεφάλι μου και το παρατήρησα. Φαινόταν πολύ διαφορετικό, λες και ήθελε να εγκαταλείψει αυτόν τον πλανήτη, λες και ήθελε να το βάλει στα πόδια, όπως κι εγώ...

Πήρα μια βαθιά εισπνοή και τον πλησίασα για να τον καθησυχάσω ή μάλλον για να είμαι πιο ακριβής, για να με καθησυχάσει. Προσπαθούσα να βρω το βλέμμα του, όμως εκείνος αντιστεκόταν συνέχεια. Δεν μου έδινε καμία απολύτως σημασία και εξακολουθούσε να κοιτάει αφηρημένος το νερό.

Ξέχνα τις προκαταλήψεις και ζήστο!Onde histórias criam vida. Descubra agora