Κεφάλαιο 38

84 6 2
                                    

ΜΕΡΙΑ ΛΟΥΚΑΣ

Τράβηξα απότομα τα χαλινάρια της Χέιλης και εκείνη σταμάτησε απότομα, υποχρεώνοντας με να κρατηθώ ακόμα πιο γερά. Την ανάγκασα να γυρίσει από την αντίθετη πλευρά για να επιστρέψω στο κάστρο, διότι πλέον το χιόνι έχει αρχίσει να γίνεται πιο πυκνό και πέφτει με μανία πάνω στο ταλαιπωρημένο χώμα. Η ομίχλη τα έχει καλύψει όλα και το φεγγάρι δεν κάνει καλά την δουλειά του. Είναι λες και έχει αρρωστήσει και δεν έχει την δύναμη να φέξει άλλο. Λες και θέλει να τρέξει απ'αυτόν τον κατεστραμμένο πλανήτη. 

Συνέχισα ακάθεκτος την πορεία μου με σκυμμένο το κεφάλι ώσπου άκουσα ένα χλιμίντρισμα. Τον ξέρω αυτόν τον ήχο... είναι του Λούκ, το παλιό μου άλογο. Όταν ήμουν μικρός με είχε εντυπωσιάσει που ήταν τόσο διαφορετικό από τα υπόλοιπα, ήταν άσπρο και πανέμορφο. Έτσι του είχα δώσει παρόμοιο όνομα με το δικό μου για να ξέρουν όλοι σε ποιόν ανήκει. Όμως το είχα αφήσει διότι μου είχανε πει πως με το άλογό σου για να τα πηγαίνεις καλά πρέπει να έχετε διαφορετικό φύλο. Έτσι και το είχα αφήσει και πήρα την Χέιλη. 

Χτύπησα απαλά το στομάχι της για να κουνηθεί πιο γρήγορα κι έτσι κι έγινε. Άρχισε να σχίζει τον άνεμο και από μόνη της κατευθυνόταν στις κραυγές του παλιού μου αλόγου. Το είδα να περιστρέφεται χαμένο και να κοπανάει βίαια τα πόδια του στον γλιστερό πάγο. Τον πλησίασα κατεβαίνοντας από την Χέιλη και εκείνος μόλις με κατάλαβε χαμήλωσε το κεφάλι του και μου επέτρεψε να τον χαϊδέψω.

<<Ηρέμησε αγόρι μου..>> άρχισα να του μιλάω σιγανά και χαλαρά για να του μεταδώσω την ηρεμία μου. Μόλις τα κατάφερα πήγα να τον τραβήξω για να φύγουμε όμως εκείνος έκατσε με δύναμη στο χώμα και ήταν λες και μου έδειχνε κάτι με το κεφάλι του. Το είχε γυρισμένο προς την κατεύθυνση από όπου είχε έρθει και οι πατημασιές του ήταν ακόμα εμφανής. Κοίταξα καλύτερα για να καταλάβω τι ήταν αυτό που του είχε τραβήξει την προσοχή αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Αγνόησα τα σήματά του και προσπάθησα να τον τραβήξω για να σηκωθεί καθώς το κρύο είχε αρχίσει να εισβάλλει σε όλο μου το κορμί. Ένιωθα παγωμένα ακόμα και τα δάχτυλα του ποδιού μου κι αυτό μ'ανησυχούσε. Δυστυχώς για μένα εκείνος δεν είχε σκοπό να σηκωθεί, έτσι έπιασα τα χαλινάρι της Χέιλη ανεβαίνοντας πάνω στον Λούκ. 

Ακολούθησα τις πατημασιές του μέχρι που ώσπου μας οδήγησαν στην λίμνη, η οποία είχε παγώσει για τα καλά και σε κάποια σημεία πιο πέρα ο πάγος είχε ραγίσει. Τους σταμάτησα απότομα γιατί αν πλησιάζαμε ακόμα πιο πολύ τότε θα μας συναντούσε ο θάνατος, κι έτσι πήγα να φύγω. Κατέβηκα από την πλάτη του για να τον τραβήξω, όμως για κακή μου τύχη εκείνος δεν το έβαζε κάτω και με έσπρωχνε με το πρόσωπό του να προχωρήσω μπροστά. Δεν το τόλμησα και ο Λούκ έφυγε τρέχοντας πηγαίνοντας όλο και πιο μέσα στην παγωμένη έκταση της λίμνης.

Ξέχνα τις προκαταλήψεις και ζήστο!Où les histoires vivent. Découvrez maintenant