Κεφαλαιο 44

87 5 0
                                    

Βγαίνω αναστατωμένος από το πρώην δωμάτιο μου και κατευθύνομαι στις διαλυμένες σκάλες, οι οποίες είναι γεμάτες σπασμένα ντουβάρια και η φωτιά τις έχει συντρίψει. Γυρίζω το κεφάλι μου από την αντίθετη κατεύθυνση και τους διακρίνω να αγκαλιάζονται τόσο σφιχτά που αναγκάζομαι να επιστρατεύσω όλη μου τη δύναμη για να μην του χυμήξω. Καρφώνω ασυναίσθητα τα νύχια μου μέσα στο απαλό δέρμα της παλάμης μου και ξαφνικά μια κόκκινη σταγόνα πέφτει στο μάγουλό μου. Πιάνω χωρίς δεύτερη σκέψη το μέτωπό μου και βλέπω το κόκκινο υγρό να έχει γεμίσει το χέρι μου. Έτσι όπως έγινε η έκρηξη το ένα σίδερο με χτύπησε στο κεφάλι και είχα χάσει τις αισθήσεις μου. Αρχίζω να βλέπω τα πάντα εις διπλού και κρατιέμαι με όση ενέργεια μου έχει απομείνει από την ξύλινη ράμπα των σκαλοπατιών. 

<<Γιέ μου τι έπαθες??>> ακούω από πίσω μου την τρελαμένη φωνή της μητέρας μου και προσπαθώ να γυρίσω για να την καθησυχάσω όμως δεν τα καταφέρνω. Όλα μαυρίζουν και νιώθω πως σωριάζομαι στο σκληρό πάτωμα. 


ΜΕΡΙΑ ΑΡΤΕΜΗΣ 

Ο Λούκας φεύγει με ένα απογοητευμένο ύφος κι εγώ μένω σαστισμένη να τον χαζεύω καθώς απομακρύνεται. Ήθελα να τρέξω στην αγκαλιά του να του περιποιηθώ την πληγή του όμως είναι εδώ ο Αχιλλέας και του χρωστάω τις ζωές μας. Πρέπει να τον ευχαριστήσω κι όχι να τρέχω πίσω από τον Λούκας. Παρόλο που γνωρίζω πως ο Αχιλλέας βρίσκεται δίπλα μου εγώ δεν καταφέρνω να ξεκολλήσω το βλέμμα μου από το αγόρι που αγαπώ.

<<Είσαι ερωτευμένη μαζί του?>> με βγάζει από τις σκέψεις μου και γυρνάω απότομα προς το μέρος του. 

<<Εμ τί όχι!!>> προσπαθώ μάταια να του πω ψέματα.

<<Άρτεμης σε ξέρω από τόσο δα, μην με κοροϊδεύεις εμένα. Εξάλλου τα μάγουλά σου έχουν γίνει κατακόκκινα.>> λέει και με χτυπάει περιπαιχτικά στον ώμο μου παρασέρνοντας με στο γέλιο του. Πόσο μου είχε λείψει..

<<Μου έλειψες.>> ξεφουρνίζω μέσα από το γέλιο μου κι εκείνος με τραβάει και με σφίγγει στην ζεστή αγκαλιά του. Μπορεί να μην ήμουν ποτέ ερωτευμένη μαζί του παρόλα αυτά νιώθω μια οικειότητα μαζί του που δεν την ξεπερνάει κανείς.

Καθώς βρίσκομαι ακόμη στα μπράτσα του ακούω μια γνωστή γυναικεία τσιρίδα, η οποία με κάνει να πεταχτώ και να τρέξω προς τα έξω. Αυτό που βλέπω με κάνει να χάσω τα λόγια μου και τα μάτια μου έχουν γουρλώσει. Νιώθω το χέρι του Αχιλλέα δίπλα μου και από την ταραχή μου κρατιέμαι γερά από τη σκισμένη του μπλούζα. Καταβάλω όση δύναμη έχω για να μην καταρεύσω όπως και το αγόρι μου. Βρίσκεται πεσμένος στο πάτωμα με την μαμά του να προσπαθεί να τον συνεφέρει και να τον σηκώσει δίχως αποτέλεσμα. 

Ξέχνα τις προκαταλήψεις και ζήστο!Donde viven las historias. Descúbrelo ahora