Κεφαλαιο 41

78 6 0
                                    

Ένα κύμα αηδίας και αποστροφής με πλημμύρισε κι έτσι έστρεψα το πρόσωπό μου από την αντίθετη κατεύθυνση. Εκείνος εξοργίστηκε κι έπιασε βίαια το μέτωπό μου γυρνώντας το προς τη μεριά του. Έκλεισα τα μάτια μου για να μην τον αντικρίζω κι αυτό τον νευρίασε ακόμα πιο πολύ.

<<Που να πάρει η ευχή γιατί είσαι τόσο πεισματάρα. Είσαι μια βρώμα και τίποτα παραπάνω. Θα σε σκοτώσω μια ώρα αρχύτερα για να ξεμπερδεύω από εσένα! Μόλις σε είδα στην σχολή σε μίσησα! Είσαι ότι χειρότερο υπάρχει από τον πλανήτη μας. Απορώ ποιός είναι ο πατέρας σου και βγήκες τόσο προβληματική. Νομίζεις πως εσύ η άχρηστη θα καταφέρει να σώσει τον κόσμο μας?? ΕΕΕ??>> ούρλιαζε και με κοπανούσε με όλη του τη δύναμη στον κορμό του δέντρου. Είχα αρχίσει να ζαλίζομαι και δεν είχα άλλη αντοχή για να τον εμποδίσω. Η πλάτη μου χτυπούσε ατσούμπολα στον ξύλινο κορμό και οι πληγές κάνανε τον πόνο μου αφόρητο. Στα μάτια του φαινόταν το μίσος που ένιωθε για μένα κι αυτό μου έδινε την δύναμη γι αν μην κλείσω τα μάτια μου. Ήθελα να τον βλέπω να αυτοκαταστρέφεται. 

<<Όταν μισείς κάποιον είναι σαν να μισείς τον ίδιο σου τον εαυτό.>> αυτό ήταν το μόνο που κατάφερα να πω και το μοναδικό που τον ανάγκασε να σταματήσει να με κοπανάει. Με κοίταξε με απορία και ένας οξύς πόνος διαπέρασε όλο μου το κορμί, έχοντας αφετηρία το γόνατό μου. Είχε γδάρει το πονεμένο μου πόδι με ένα πολύ μυτερό κλαδί κάνοντάς όλο μου το δέρμα να εξαφανιστεί. Το μόνο που μπορούσα να διακρίνω μέσα από τα ανεξέλεγκτα δάκρυά μου ήταν το αίμα μου που έρεε σαν ρυάκι. 

<<Τί έγινε?? Σου είπα πως έπρεπε να με φοβόσουν μικρή!>> 

<<Κι εγώ σου είπα πως αν την ξανά άγγιζες θα σε σκότωνα με τα ίδια μου τα χέρια.>> γυρίσαμε και οι δυο και κοιτούσαμε έκπληκτα εκείνον τον πανέμορφο νεαρό που στεκόταν λίγο πιο πέρα.  Το βλέμμα του Λούκας πετούσε σπίθες και με ένα γρήγορο περπάτημα έφτασε τον Ορφέα. Τα χέρια του είχαν σχηματίσει μια γροθιά , η οποία σε δευτερόλεπτα βρέθηκε στο μάτι του Ορφέα, κάνοντάς το να ματώσει. Έπεσε πάνω του με μια ορμή που μου θύμισε λιοντάρι έτοιμο να κατασπαράξει την λεία του. Άρχισε να τον χτυπάει με μανία χωρίς σταματημό. Ο Ορφέας από την άλλη καθόταν ακίνητος, ανίκανος να αμυνθεί. Δεχόταν τις μπουνιές του Λούκας χωρίς να παραπονιέται. 

<<Λούκας φτάνει θα τον σκοτώσεις!!>> τσίριξα και προσπάθησα να τον πλησιάσω για να τον τραβήξω χωρίς αποτέλεσμα. Το πόδι μου με πρόδωσε και με άφησε ανίκανη στο πάτωμα. Το μόνο που έκανα ήταν να τους κοιτάζω τρομαγμένη και να φωνάζω απελπισμένα. 

Ξέχνα τις προκαταλήψεις και ζήστο!Where stories live. Discover now