Κεφαλαιο 42

86 5 0
                                    

Με καρφώνει με το ανήσυχο βλέμμα του και αρχίζει να ασχολείται υπερβολικά νευρικά με τα σταρένια, μακρόστενα δάχτυλά του. Με την συγκεκριμένη έκφραση που έχει υιοθετήσει, δείχνει αδύναμος, φοβισμένος και παρόλο που γνωρίζω καλά την ερώτηση που θέλει να μου κάνει, προτιμώ να σωπάσω και να το αφήσω όλο πάνω του.

<<Εμ Άρτεμης εγώ...>> προσπαθεί να βγάλει με μεγάλη δυσκολία τις λέξεις από τα μαγευτικά, σαρκώδη χείλη του δίχως αποτέλεσμα. Από την αμηχανία μου πασχίζω να τον κοιτάξω κι έτσι κολλάω στον πίνακα του απέναντι τοίχου. Με μόνο μια ματιά σε κάνει να μην θες να πάρεις τα μάτια σου από πάνω του. Απεικονίζει μια φουρτουνιασμένη θάλασσα με μπλε σκούρα νερά. Αυτή η θάλασσα μου θυμίζει τόσο πολύ τα μάτια του Λούκας, όταν είναι νευριασμένος. Χάνομαι μέσα στις σκέψεις μου και έχω ξεχάσει τελείως πως βρίσκομαι μαζί με το άτομο που ονειροπολώ, μέχρι που εκείνος το αντιλαμβάνεται και κουνάει επιδεικτικά το χέρι του μπροστά από το πρόσωπό μου. Κουνάω δεξιά κι αριστερά το κεφάλι μου για να συνέλθω κι έτσι επαναφέρω την οπτική μας επαφή.

<<Άρτεμης τι σχέση έχεις εσύ με τον Ορφέα?>> το ξεφουρνίζει τόσο γρήγορα που βάζω στοίχημα πως δεν έχει πάρει ούτε μια ανάσα. Το πιο πιθανό είναι ότι τόση ώρα που εγώ χάζευα, αυτός έκανε πρόβα στο μυαλό του πως να το πει όλο αυτό όσο πιο γρήγορα μπορεί για να ανακουφιστεί. Αυτή τη φορά κοιτάω το ξύλινο τόξο του και αντιστέκομαι να μαγνητιστώ απ'αυτά τα υπέροχα μπλε μάτια. Εκείνος από την άλλη μένει σαστισμένος στα χείλη μου, τα οποία δεν ανοίγουν για να ξεπηδήσουν οι λέξεις από μέσα τους. Δεν ξέρω τι να του πω, δεν ξέρω πως να το αποφύγω. Δεν θέλω με τίποτα να μάθει το κακό που μου έχει προκαλέσει. Αυτός είναι ικανός να τον σκοτώσει και δεν θέλω να κάνει το μεγαλύτερό λάθος της ζωής του. Προτιμώ να σωπάσω και η ανάσα μου βγαίνει βεβιασμένα κάνοντας το στήθος μου να πηγαινοέρχεται σαν τρελό. Όσο τα θυμάμαι όλα αυτά τρελαίνομαι και είμαι ικανή να τον σκοτώσω εγώ η ίδια.

Σφίγγω τα μικρά χέρια μου σε γροθιές, μια κίνηση που δεν μένει απαρατήρητη από τον Λούκας, ο οποίος με την σειρά του σφίγγει τα χείλη του παίρνοντας βαθιές ανάσες για να χαλαρώσει.

<<Σε έχει ξανά χτυπήσει?>> ρωτάει με κλειστά τα μάτια και καταλαβαίνω πως έχει χάσει τον αυτοέλεγχο του. Πάω να σηκωθώ για να τον χαϊδέψω μπας και ηρεμήσει, όμως το πόδι μου δεν μου το επιτρέπει και κάθομαι πάλι στο κρεβάτι χωρίς να βγάλω άχνα. Αν έβγαιναν από τα χείλη μου οι κραυγές πόνου που ήθελα, τότε ο προορισμός του θα ήταν το δωμάτιο του αδερφού του.

Ξέχνα τις προκαταλήψεις και ζήστο!Where stories live. Discover now